Γράφει ο Τρύφων Ούρδας |
Μεσημέρι. Από το σταθερό τηλέφωνο, ο Γιώργος ο συνάδελφος, μου αναγγέλλει ένα δυσάρεστο γεγονός. Πέθανε ο… και αυτός συνάδελφος, «κάποιας» βέβαια ηλικίας. Η κηδεία του μου λέει θα γίνει στις πέντε το απόγευμα. Πρέπει να είμαστε για να τον αποχαιρετήσουμε στο τελευταίο του ταξίδι, μια και ήταν μέλος μας, στο Σύνδεσμο των συνταξιούχων.
Παρά την κούραση δέχτηκα να πάω. Στο δρόμο πήραμε και τον Γιάννη που ανήκει και αυτός στο «κλαμπ» και όλοι μαζί με το αυτοκίνητό μου, ξεκινήσαμε για το σπίτι του αποβιώσαντα. Φθάνοντας όμως στο χωριό του, αποφασίσαμε να πάμε κατευθείαν στην Εκκλησία, όπου έτσι κι αλλιώς θα τον πήγαιναν να τον διαβάσουν. Άλλωστε η ώρα είχε περάσει. Μπήκαμε μέσα μόλις άρχιζε η Ακολουθία. Ανάψαμε το κεράκι μας και κάναμε την ευχή μας για το νεκρό συνάδελφο. Ο Ναός είχε αρκετό κόσμο. Όλοι λυπημένοι όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Για τους άμεσα συγγενείς δε γίνεται λόγος, δεν μπορούσαν να κρατήσουν το δάκρυ τους.
Πήραμε λοιπόν κι εμείς τις θέσεις μας κοντά στα στασίδια και προσπαθήσαμε να προσαρμοστούμε με το «εν γένει» περιβάλλον «ψυχή τε και σώματι». Ο Γιάννης βρήκε θέση μακριά από μένα. Κάθονταν σε στάση προσοχής με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος. Μου έμοιαζε θεία που βγήκε στη γειτονιά να κουτσομπολέψει. Κάπου κάπου έπαιζε και τα μάτια του ή τα κατέβαζε στο πάτωμα, δείχνοντας πόσο λυπημένος ήταν. Έτσι που τον έβλεπα μου έρχονταν να γελάσω αλλά η στιγμή δεν μου το επέτρεπε. Ο Γιώργος ήταν στο ένα πόδι με το σώμα του ακουμπισμένο στην άκρη του στασιδιού. Έδειχνε μάλλον άνετος και πως δεν δίνει και πολλή σημασία στα «τεκταινόμενα» μέσα στο Ναό. Κάποιες φορές βέβαια όταν συνέρχονταν, γύριζε προς το μέρος μου και έκανε πως ήταν και αυτός λυπημένος. Ύστερα όμως, πάλι χαμογελούσε ξεχνώντας τη λύπη, ίσως και πού βρίσκονταν. Δύσκολο να λυπάται κανείς όπως και να το κάνουμε..! Και εγώ φυσικά στο ίδιο μοτίβο. Τους κοίταζα που με κοίταζαν με αυτά τα μόλις και με τα βίας θλιμμένα πρόσωπα και ειλικρινά το λέω, ας παίρνω αμαρτία, μου έρχονταν να ξεκαρδιστώ στα γέλια. Μα από μέσα μου έλεγα και ξανάλεγα: « Σοβαρέψου σε κηδεία είσαι, θα γίνεις ρεζίλι».
Και ενώ η Εξόδιος Ακολουθία συνεχίζονταν, λίγο πριν τους Μακαρισμούς, κάποιος από πίσω μου που δεν ήταν και πολύ γνωστός, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο μου, με ρώτησε αν γνώριζα τον θανόντα. «Ναι» του είπα με σιγανή φωνή, βάζοντας και το χέρι στο στόμα μου. «Ήταν συνάδελφός μου». «Τι συνάδελφός σου» πετάχτηκε και είπε ένας που ήταν ακριβώς μπροστά μου. «Ο άνθρωπος γεωργός ήταν». «Όχι» του απαντάω εγώ «συνάδελφος ήταν». «Καλά πλάκα μου κάνεις», συνεχίζει την κουβέντα αυτός λες και ήμασταν σε καφενείο. «Χωριανός μου ήτανε, δεν ξέρω τι δουλειά έκανε;». «Αμάν ρε παιδιά», ρωτάω πάλι εγώ. «Πώς τον λέγανε;». Όλοι σύσσωμοι και με μια φωνή, μου πέταξαν ένα υποκοριστικό του ονόματός του. Δεν ήταν όμως αρκετό για να βεβαιωθώ για την ταυτότητα του ανθρώπου για τον οποίο μιλούσαμε. Το αντίθετο μάλιστα. Με μπέρδεψαν περισσότερο. Μη μπορώντας να συνεχίσω το διάλογο, λόγω του κινδύνου να εκτεθώ «πολλαπλώς», τα μάζεψα και έκλεισα το στόμα μου. Πάγωσα, ίδρωσα, κατάπια, ξεροκατάπια μέχρι που κόντεψα να πνιγώ από το σάλιο μου. Μήπως κάναμε και οι τρεις μας λάθος και ήμασταν σε «λάθος» κηδεία; Και τώρα τι κάνεις αυτήν την ώρα; Βάζεις τα γέλια ή τα κλάματα; Τέλος πάντων, ό,τι και να έκανα έπρεπε να ενημερώσω τους άλλους για την ενδεχόμενη «γκάφα, λάθος» όπως θέλετε πέστε το. Και αυτό μέχρι το τέλος της Ακολουθίας και πριν ακόμα περάσουμε να χαιρετήσουμε τους συγγενείς και τον… όποιον «ο Θεός ας τον είχε αναπαμένο» ήταν ξαπλωμένος στην κάσα.
Με μορφασμούς και λίγο με τα χέρια, έκανα νοήματα στον Γιώργο να με πλησιάσει, προκειμένου να του πω τα «καθέκαστα». Επιτέλους μετά από πολλά το κατάλαβε και με πλησίασε απορημένος. «Ξέρεις» του λέω στο αυτί « το και το μπορεί να είμαστε σε αλλουνού κηδεία». Είδα την έκπληξη στο πρόσωπό του αλλά και το τεράστιο κόπο που έκανε για να μην τον πάρουν τα γέλια. Εξάλλου αυτός γελούσε με το παραμικρό. Τελικά όμως ο αφιλότιμος δεν άντεξε και άρχισε τα «χα χα» λες και άκουσε ανέκδοτο. Τι να έκανα, παρασύρθηκα κι εγώ και αντάμα, σαν συμφωνική ορχήστρα, χαχανίζαμε καλύπτοντας με τις φούχτες τα πρόσωπά μας. Ευτυχώς που οι περισσότεροι μέσα στην Εκκλησία, ήταν αφοσιωμένοι στα λόγια του παπά και των ψαλτών και στις προσπάθειες που έκαναν να συντονιστούν σε ό,τι έλεγαν. Διαφορετικά δεν γλιτώναμε το ξύλο. Δικαίως του λόγου δηλαδή…
Ο Γιάννης που μας κοίταζε από μακριά, βλέποντας να σκουπίζουμε τα μάτια μας από τα δάκρυα και καταλαβαίνοντας ότι ήταν μάλλον από γέλια, αφού παραμέρισε μερικούς, ήρθε κοντά μας και με σοβαρό ύφος, άρχισε να μας επιπλήττει για τη στάση μας απέναντι σε έναν συνάδελφο, μάλιστα σε τέτοιες στιγμές. «Ποιον συνάδελφο» του λέω εγώ άθελά μου φωναχτά και έτοιμος να πνιγώ από τα γέλια. «Ε! φίλε» του λέω «είμαστε άουτ. Λάθος κηδεία διαλέξαμε. Άλλον ξεκινήσαμε να θάψουμε και άλλον θα θάψουμε». Από τον τρόπο που με κοίταζε, φαίνεται ότι τα λόγια μου έπεφταν σαν τούβλα στο κεφάλι του. «Τι λες ρε;» μου λέει. «Όπως τα ακούς» του απαντάω. «Κάτσε όπως είσαι εδώ», συνεχίζω να του λέω «μη μιλάς σε κανένα και στο τέλος την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια. Εσύ βέβαια σαν πιο κοινωνικός που είσαι, πέρνα να πεις ένα γεια στον φίλο σου» εννοώντας τον πεθαμένο. Τι ήθελα και του τα είπα; Τον έπιασαν κι αυτόν χείμαρρος τα γέλια. Και άντε εμείς τα καταπίναμε. Αυτός δεν άντεχε και γελούσε σχεδόν φανερά. Το ξύλο το είχε εξασφαλισμένο…
Ήδη ο παπάς τελείωνε και το Ευαγγέλιο και εμείς δεν ξέραμε αν ήμασταν σε κηδεία ή γάμο. Στο γέλιο μάλιστα παρασύραμε και κάποιους άλλους που μας ήξεραν, χωρίς βέβαια αυτοί να γνωρίζουν το λόγο που εμείς ένα «δράμα» το μετατρέψαμε σε «κωμωδία». Όμως όσο γίνονταν αυτά, αληθινά το λέω, είχα και κάποιες τύψεις συνειδήσεως. Ξέρεις τι θα πει να ξεκαρδίζεσαι, τη στιγμή που ο άλλος πονάει μέσα στην καρδιά του, εξαιτίας θανάτου κάποιου συγγενή του;
Η Εξόδιος Ακολουθία έφθανε στο τέλος και παπάς και ψάλτες, εμένα τουλάχιστον, με έκαναν πάλι να παγώσω αλλά και να ζεσταθώ συγχρόνως. Να πάθω δηλαδή ένα καινούριο σοκ. Ανέφεραν το όνομα του νεκρού συναδέλφου μας. Ξέρετε, σε εκείνα τα «εν τόπω χλοερώ…εν τόπω αναπαύσεως…». Αλλά πώς γίνεται να μνημονεύουν το όνομά του, αφού δεν ήταν αυτός ο νεκρός; Μυστήρια πράγματα συμβαίνουν! Και οι τρεις μας μια φορά, αξιοπρεπείς και στο ύψος των περιστάσεων, κοιταχτήκαμε στα μάτια όλο απορία, δαγκώνοντας όμως για καλό και κακό τα χείλη μας, μη ξαναβγεί από μέσα μας κανά καινούριο γέλιο. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Να πω στον Γιάννη, με όση σοβαρότητα του έμεινε, να πάει κοντά για να δει το συγχωρεμένο, μια και τον γνώριζε καλύτερα από εμάς. Όμως πάλι αυτός, όπως ήταν περιτριγυρισμένος από συγγενείς και χωμένος μέσα στα λουλούδια, πού να τον αναγνωρίσει; Εν τέλει δε χρειάστηκε να γίνει κάτι τέτοιο. Ένας ψηλός μουστακαλής, που όλη την ώρα κοίταζε πόσο «τσίρκο» ήμασταν, μας έλυσε την απορία. «Ε! ρε παιδιά» μας λέει. «Πάει και ο συνάδελφός σας…Εσείς ξέρετε πόσο καλός άνθρωπος ήταν…». Κουνήσαμε και οι τρεις το κεφάλι μας, κάνοντας πως συμφωνούμε μαζί του, αλλά μέσα μας είχαμε την αμφιβολία μήπως δε μιλούσαμε για το ίδιο πρόσωπο. Πάνω σε αυτό εγώ δεν άντεξα. «Ρε φίλε» του λέω «μιλάμε για τον…». «Ναι ρε» μου λέει με κάποια δόση ειρωνείας. «Εσείς για ποιον ήρθατε εδώ; Τυχαία είδατε κηδεία και μπήκατε..;». «Καλά καλά» του λέω με τρεμάμενη φωνή για να σταματήσει. «Αλλά…πάλι» του λέω «εκείνος με τα μεγάλα μαλλιά, γιατί μας είπε πως ήταν γεωργός;». «Εντάξει» μου λέει «μετά τη σύνταξή του, έκανε και λίγο τη γεωργία. Βασικά ο άνθρωπος ήταν συνταξιούχος…»
Και οι τρεις ικανοποιημένοι, που επιτέλους βεβαιωθήκαμε πως δεν ήμασταν σε «αλλουνού» κηδεία, πήραμε μια βαθιά ανάσα. Περιμένοντας τη σειρά μας, χαιρετήσαμε «τελευταίων ασπασμών» τον μέχρι προ ολίγου συνάδελφο «αίνιγμα» και συλλυπηθήκαμε τους συγγενείς για το θάνατό του. Τώρα εδώ βέβαια, τρόπος του λέγειν «συλλυπηθήκαμε» γιατί λύπη δεν ξέρω αν είχαμε για να βγει από μέσα μας. Ωστόσο όμως, με όλα όσα συνέβησαν, θα επιβεβαιώσω μια παροιμία που λέει ο σοφός λαός μας. «Δεν υπάρχει γάμος χωρίς κλάματα και κηδεία χωρίς γέλιο». Επιβεβαιωτής της και μάρτυρας εγώ… ένας από τους ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥΣ της διήγησης.
καλοοοοο!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνεπανάληπτε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαλι μας τρελλανες
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να πω! Το νούμερο 2 πότε βγαίνει;
Διαγραφήτραγικοί !!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓλαφυρο το χρονογραφημα . Ηταν κατι το διαφορετικο με μια δοση χιουμορ μια και εδω και παρα πολλα χρονια μας λειπει ο αξεχαστος Κρητικος Κονδυλάκης με τα αξεπέραστα τετοιου ειδους χρονογραφηματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυγε Τρυφων και παλι .
Ξαδερφος Γ.
Παρά την κούραση δέχτηκα να πάω .Συγνώμη συνταξιούχος δεν είσαι;
ΑπάντησηΔιαγραφή