Γράφει η δικηγόρος Μελίνα Κονάκογλου
Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου σχετικά με το ζήτημα της επιμέλειας των τέκνων μετά το διαζύγιο και τη θέσπιση του θεσμού της κοινής επιμέλειας των γονέων ή συνεπιμέλειας. Στη χώρα μας, η τελευταία μεγάλη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου συνέβη το 1983 με το N. 1329/1983, σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, ενώ ακολούθησαν κάποιες μικρότερης σημασίας τροποποιήσεις το 2002(Ν. 3089/2002) και το 2015 (Ν. 4356/2015). Έκτοτε όμως, παρατηρείται μία στατικότητα στις ρυθμίσεις του, που δε συμβαδίζει πλέον με τις απαιτήσεις της εποχής μας και τα κατά πολύ μεταβληθέντα κοινωνικά δεδομένα.
Αυτό το γεγονός έρχεται να αλλάξει η νομοπαρασκευαστική επιτροπή που έχει συσταθεί προσφάτως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για τη νομοθέτηση του θεσμού της κοινής επιμέλειας των τέκνων και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο (που ναι μεν προβλέπεται ως δικαιικός θεσμός στο ισχύον δίκαιο αλλά μόνο ως μία δυνητικά επιλογή του νομοθέτη, εφαρμόζεται δε σπάνια στην πράξη) σε μία προσπάθεια αναγνώρισης και θεσμοθέτησης των αλλαγών που έχουν επέλθει στη κοινωνική και οικογενειακή ζωή των ανθρώπων, όπως ο όλο και αυξανόμενος αριθμών γυναικών που εργάζεται πλέον εκτός σπιτιού με απαιτητικούς ρυθμούς και αφετέρου το γεγονός πως όλο και περισσότεροι άντρες επιλέγουν πλέον συνειδητά το ρόλο του πατέρα και συμμετέχουν ενεργά στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των τέκνων. Το ίδιο ζητούν επιτακτικά στη χώρα μας και πολλές κοινωνικές ομάδες, οργανώσεις και σωματεία που λαμβάνουν μέρος στον έντονο διάλογο που έχει ξεκινήσει, στον οποίο λαμβάνουν μέρος και πλήθος φορέων, επιστημόνων, πανεπιστημιακών αλλά και απλών πολιτών, ανδρών και γυναικών, που εκφράζουνσυχνά αντικρουόμενες απόψεις.
Η κοινή επιμέλεια και ανατροφή τέκνων και μετά το διαζύγιο σύμφωνα με διεθνείς μελέτες περιλαμβάνει και αναφέρεται στη δυνατότητα του να κατοικεί το παιδί μαζί με κάθε γονέα σε ποσοστό τουλάχιστον 30 - 50% του συνολικού χρόνου του (φυσική συνεπιμέλεια). Όταν μιλούμε για συνεπιμέλεια ουσιαστικά αναφερόμαστε στην από κοινού άσκηση ενός δικαιώματος που αποτελεί μερικότερη έκφανση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας, που προβλέπεται στο άρθρο 1510 του ελληνικού ΑΚ και περιλαμβάνει, εκτός από την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου (φροντίδα και ανατροφή του), τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπησή του.
Στα κατ’αντιδικία διαζύγια, λόγω και της έλλειψης νομοθετικής διάταξης που θα ορίζει τη κατά τεκμήριο ή υποχρεωτική συνεπιμέλεια, ακολουθείται από τα δικαστήρια ο άγραφος νόμος της ανάθεσης της επιμέλειας αποκλειστικά στη μητέρα, πρακτική που συμβάλλει στη διαιώνιση των συγκρούσεων μεταξύ των γονέων και μετά το διαζύγιο και στην υποβάθμιση του γονεικού ρόλου του πατέρα. Σύγχρονες μελέτες αλλά και η δικαστηριακή καθημερινή πραγματικότητα δείχνουν ότι τα ελληνικά δικαστήρια σε συντριπτικό ποσοστό της τάξης του 92-94% αναθέτουν την αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα (Βλ. και Bantekas Ilias, “Discrimination against Fathers in Greek Child Custody Proceedings: Failing the Child’s Best Interests”, ο.π., σελ. 332, αναφέροντας τη μελέτη Paravantis et al. , 2010) , ενώ ο πατέρας περιορίζεται μόνο σε δικαιώματα, όχι απαραίτητα συχνής επικοινωνίας με το παιδί. Οι αντίθετες περιπτώσεις ανάθεσης της επιμέλειας στον πατέρα είναι εξαιρετικά σπάνιες και αφορούν καταστάσεις όπου συνήθως η μητέρα ήταν σαφώς ακατάλληλη, γεγονός που επιβεβαιώνει την κατά εθιμικό, νομολογιακό τεκμήριο ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας σε αυτήν. Τέλος, πιο σπάνια εφαρμοζόμενη επιλογή των ελληνικών δικαστηρίων όταν κρίνουν σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειας είναι να προβαίνουν σε καταμερισμό αυτής μεταξύ των γονέων, χρονικά ή λειτουργικά, με βάση τη διάταξη τυ άρθρου 1513 παρ. 1 εδαφ. γ’ ΑΚ.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προβούμε στην ουσιαστική διάκριση της συνεπιμέλειας μετά το διαζύγιο σε συναινετική και υποχρεωτική, που σχετίζεται με τη νομοθετική της πρόβλεψη. Ο διαχωρισμός αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει έντονη διαμάχη μεταξύ κοινωνικών ομάδων και φορέων, καθώς, παρότι το σύνολο της κοινωνίας συμφωνεί ότι το παιδί πρέπει να έχει ομαλές σχέσεις και να διατηρεί συχνές επαφές και με τους δύο γονείς, η διαφωνία εστιάζεται ακριβώς στο αν πρέπει η επιλογή της συνεπιμέλειας να υφίσταται ως δυνατότητα για συναινετική επιλογή από τους ίδιους τους γονείς ή να ορίζεται υποχρεωτικά στο νόμο η κατά τεκμήριο ανάθεση της επιμέλειας και στους δύο γονείς επί ίσοις όροις σε κάθε περίπτωση χωρίς να εξετάζεται in concreto.
Η επιλογή του δικαστή να ορίσει τη κοινή άσκηση της επιμέλειας των τέκνων μετά το διαζύγιο βασίζεται στο νόμο, συγκεκριμένα συνάγεται από το συνδυαμό του άρθρου 1511 ΑΚ με το άρθρο 1513 ΑΚ , όπου ορίζεται πως το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναθέσει την άσκησή της μετά το διαζύγιο και στους δύο γονείς από κοινού, με τον βασικό , όμως, όρο ότι συμφωνούν αμφότεροι σε αυτό, αλλιώς μπορεί να την αναθέσει στον ένα γονέα ή να προβεί σε καταμερισμό αυτής , όπως ήδη αναφέραμε. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε περίπτωση διαφωνίας για την επιμέλεια, γεγονός που λαμβάνει χώρα σχεδόν πάντα στα κατ’αντιδικία διαζύγια, αποκλείεται αυτομάτως η κοινή άσκηση αυτής.
Η άποψη της κοινής γνώμης σχετικά με το θέμα αποτυπώθηκε και σε πρόσφατη εμπειρική μελέτη, σύμφωνα με την οποία το 42,8% των ερωτηθέντων συνολικά διαφωνούν ότι η επιμέλεια των τέκνων πρέπει να αντίθεται αποκλειστικά στη μητέρα μετά το διαζύγιο, ενώ 55,4% θεωρεί πως ο πατέρας πρέπει να συναποφασίζει με τη μητέρα και το 71,8% των ερωτηθέντων συμφωνεί πως θα πρέπει η επαφή του με τα τέκνα να είναι καθημερινή. Επιπλέον, το 52,3 % συμφωνεί πως ο κράτος πρέπει να θεσπίσει νόμο σχετικά με τη συνεπιμέλεια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η συμφωνία σε ποσοστό 53,7% των ερωτηθέντων στη θέσπιση εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστηρίων για τη λύση τέτοιου είδους διαφορών ενώ το ίδιο ποσοστό θεωρεί και πως οι γονείς που μπαίνουν στη διαδικασία διαζυγίου πρέπει υποχρεωτικά να επισκέπτονται εξειδικευμένες κοινωνικές υπηρεσίες (Βλ. Papanis Efstratios, Roumeliotou Myrsine, Santi Aggeliki, Kitrinou Eleni «Η αθέατη πλευρά της ισότητας των δύο φύλων: Ο θεσμός της συγκηδεμονίας-συνεπιμέλειας στην Ελλάδα, Εμπειρική Έρευνα», Conference: International Conference Gender, Law and Institutions, At: University of Nicosia, Volume: 2015, σελ. 11 και επομ.).
Τη νομοθέτηση της κοινής επιμέλειας των τέκνων επιβάλλουν και διεθνή κι ευρωπαικά κανονιστικά κείμενα. Σε ενωσιακό επίπεδο, το ψήφισμα 2079 (2015) του Ευρωπαικού Συμβουλίου επιβάλλει στα κράτη μέλη της ΕΕ να θεσπίσουν μέτρα στα εθνικά τους δίκαια που να εξασφαλίζουν την από κοινού συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή των τέκνων και μετά το διαζύγιο ως τρόπο εξασφάλισης του βέλτιστου συμφέροντός τους με την εφαρμογή της πρακτικής της εναλλασσόμενης κατοικίας και την αφαίρεση της επιμέλειας να επιτρέπεται αυστηρά και μόνο σε περιπτώσεις εμφανούς ακαταλληλότητας του ενός γονέα. Παρόμοια πρόβλεψη υπάρχει φυσικά και στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και συγκεκριμένα στο άρθρο 18 αυτής, όπως και στην Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 8 αυτής που αναφέρεται στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής και, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, συνεπάγεται τη δυνατότητα του γονέα σε επανένωση με το τέκνο του και τη πρόβλεψη εθνικών νομοθετικών μέτρων που θα συμβάλλουν στην επίτευξη αυτής.
Πλήθος ερευνητών και μελετών, σύγχρονων και παλαιότερων, εμπειρικών και μη, έχουν κάνει λόγο για τα θετικά αποτελέσματα, αυτά που η κοινωνιολογική σχολή του Λειτουργισμού θα ονόμαζε θετικές λειτουργίες, της συγκηδεμονίας τέκνων ως κοινωνικού θεσμού. Γενικά, έχει αποδειχθεί πως τα παιδιά που βρίσκονται υπό καθεστώς συγκηδεμονίας έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής από αυτά που βρίσκονται σε καθεστώς αποκλειστικής επιμέλειας του ενός γονέα και απολαμβάνουν χαμηλότερα επίπεδα άγχους, θλίψης, θυμού και παραβατικής συμπεριφοράς, χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης αλκοόλ και προιόντων καπνού, καθώς και υψηλότερες σχολικές επιδόσεις, καλύτερη ψυχολογική κατάσταση και πιο υγιείς σχέσεις με τους γονείς τους, ενώ σχεδόν καμία μελέτη δεν απέδειξε ότι η συνεπιμέλεια είναι βλαπτική για τα παιδιά (Βλ. Braver Sanford, Lamb E. Michael, “Shared Parenting After Parental Separation: The Views of 12 Experts”, Journal of Divorce and Remarriage, 10 April 2018, p. 372-387, σελ. 375 . Παρομοίως βλ. και Tsaoussis Aspasia, “Strengthening the ties that bind : Proposals for a child – centered European Divorce Law”, ο.π., σελ. 274.). Εξάλλου, η ύπαρξη δύο, αντί ενός, γονέων στη ζωή του εκπληρώνει καλύτερα και τη λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου που επιτελεί η οικογένεια και ιδίως οι γονείς προς το παιδί ( Βλ.Tsaoussis Aspasia, “Strengthening the ties that bind : Proposals for a child – centered European Divorce Law”, PERSPECTIVES FOR THE UNIFICATION AND HARMONISATION OF FAMILY LAW IN EUROPE, Katharina Boele-Woelki, ed., pp. 271-299, Antwerp: Intersentia, 2003,σελ. 273).
Από μία άλλη σκοπιά θεωρούμενη, η θεσμοθέτηση με νόμο από την ίδια την πολιτεία της συνεπιμέλειας των γονέων μετά το διαζύγιο, έχει και συμβολική αξία δημιουργώντας ένα ορθό πρότυπο συμπεριφοράς, αφού δίνει στα παιδιά, τους γονείς και σε όλη τη κοινωνία να εμπεδώσουν με τον πιο επίσημο τρόπο την έννοια της ισότητας και του διαμοιρασμού ευθυνών στην πράξη, όπως και το ότι είναι ευθύνη και των δύο γονέων να αναθρέψουν το παιδί τους και να παραδώσουν στη κοινωνία έναν ολοκληρωμένο και παραγωγικό ενήλικα, που θα μπορέσει να συμβάλλει στη κοινωνική ευημερία.
Δευτερευόντως, η κοινή ανατροφή έχει και μία, μη έκδηλη εκ πρώτης όψεως, οικονομική λειτουργία. Συγκεκριμένα, η εναλλαγή των γονέων στη φροντίδα του τέκνου και η εναλλασσόμενη κατοικία βοηθάει στην εξεύρευση πολύτιμου χρόνου για εργασία και στους δύο γονείς. Όταν μάλιστα υπάρχει ομαλή συνεργασία των γονέων και ευέλικτα ωράρια, μπορούν να εργάζονται και οι δύο εξασφαλίζοντας μεγαλύτερο εισόδημα για τους εαυτούς τους και το τέκνο και καλύτερη ποιότητα ζωής, μειώνοντας τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών στα πλαίσια της οικογένειας (Βλ. και Bantekas Ilias, “Discrimination against Fathers in Greek Child Custody Proceedings: Failing the Child’s Best Interests”, The International Journal of Children s Rights 24(2):330-357, σελ. 350).
Παρόλα αυτά, υποστηρίζεται πως η νομοθέτηση υποχρεωτικής συνεπιμέλειας δύναται να έχει αρνητικές λειτουργίες στη πράξη σε ορισμένες, ιδιαίτερες, περιπτώσεις. Τέτοιες είναι οι καταστάσεις έντονα συγκρουσιακών διαζυγίων, όπου αμφισβητείται το κατά πόσο θα μπορέσουν οι γονείς να τηρήσουν τους όρους της συγκηδεμονίας, αφού η συναπόφαση για όλα τα θέματα ανατροφής του παιδιού απαιτεί ομαλή συνεργασία. Επίσης, ενδεχόμενη δυσλειτουργία θα προέκυπτε και από το γεγονός της μη δυνατότητας σε οποιονδήποτε των γονέων να μετοικήσει σε άλλη πόλη για λόγους προσωπικούς ή ακόμη και οικονομικούς-επαγγελματικούς, αφού θα πρέπει να μένει κοντά στον άλλο γονέα για να υπάρχει εναλλαγή της κατοικίας του παιδιού, με αποτέλεσμα, για παράδειγμα, να χάνει μία πολύ ευνοική οικονομικά επαγγελματική μετάθεση. Ζήτημα τίθεται και σχετικά με τη συνεπιμέλεια τέκνων τα οποία είναι σε βρεφική και πρώιμη νηπιακή ηλικία, καθώς υπάρχει η πεποίθηση, και μέχρι πρώτινος εδραιωμένη και επιστημονικά στην παιδική ψυχολογία θεωρία, πως τα βρέφη έχουν ισχυρότερο δέσιμο με τη μητέρα τους.
Επιπρόσθετα, αρνητική λειτουργία θα έχει ο θεσμός αν ανατίθεται η κοινή επιμέλεια κατά τεκμήριο σε κάθε περίπτωση και χωρίς να προηγείται κοινωνιολογική και ψυχολογική έρευνα για τους γονείς, αν σκεφτούμε οικογένειες στις οποίες υπάρχουν φαινόμενα βίας κατά του ενός γονέα από τον άλλο ή και προς το ίδιο το παιδί (Βλ. Και Warshak Richard, “Social Science and Parenting Plans for Young Children: A Consensus Report”, ο.π., σελ. 58, αναφερόμενος σε παρόμοιες προβληματικές περιπτώσεις). Η ανάθεση της επιμέλειας σε γονέα που επιδεικνύει τέτοια κακοποιητική ή και παραμελητική προς το παιδί συμπεριφορά θα ήταν καταστροφική για τη ψυχολογική και σωματική υγεία και ανάπτυξη του τέκνου και την ολοκλήρωσή του ως προσωπικότητα κάτω από σωστά κοινωνικά πρότυπα. Ο γονεικός ρόλος, λόγω της σπουδαιότητάς του και των λειτουργιών που επιτελεί, πρέπει να είναι μία συνειδητή επιλογή στην ζωή ενός ανθρώπου και όχι μία καταναγκαστική υποχρέωση που του επιβάλλει ο νομοθέτης, καθώς τότε θα έχει δυστυχώς τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, δημιουργώντας πίεση στον ίδιο το γονέα που δε μπορεί και δε θέλει να ανταπεξέλθει στο ρόλο του και ανασφάλεια στο παιδί.
Γενικότερα προτείνεται ως αντεπιχείρημα στη συνεπιμέλεια με τη μορφή εναλλασσόμενης κατοικίας πως αυτή θα δημιουργήσει το, κοινώς αποκαλούμενο, φαινόμενο «παιδί-βαλιτσάκι» και την αίσθηση στα παιδιά πως δεν έχουν δική τους μόνιμη κατοικία αλλά λειτουργούν ως νομάδες, ενώ μετατρέπουν το παιδί από υποκείμενο δικαιωμάτων (βλ. βέλτιστο συμφέρον του παιδιού) σε αντικείμενο δικαιωμάτων των γονέων, τα οποία τελικά υπερισχύουν. Αυτό γίνεται πιο εμφανές στις μεγαλύτερες και εφηβικές ηλικίες, όταν η συνεχής εναλλαγή κατοικίας, ιδίως όταν πρόκειται για όχι τόσο κοντινές περιοχές, έρχεται σε σύγκρουση και εμποδίζει την ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής και των ενδιαφερόντων του παιδιού, που είναι αναγκασμένο να υποβάλλεται σε διαρκείς μετακινήσεις.
Λαμβανομένων υπόψιν όλων των παραπάνω, η άποψή μας είναι πως ο νομοθέτης του οικογενειακού δικαίου θα πρέπει να θεσμοθετήσει τη συνεπιμέλεια και σε περιπτώσεις διαζυγίου ή τέκνων χωρίς γάμο ή άλλης νομικής δέσμευσης των γονέων του, ούτως ώστε να συμμορφωθεί το εθνικό μας δίκαιο με τις διεθνείς κανονιστικές απαιτήσεις αλλά και τις απαιτήσεις της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας . Η ρύθμιση θα πρέπει να έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα ούτως ώστε να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση διαζυγίου συναινετικού ή κατ’αντιδικία, ήτοι να ορίζει την κατά τεκμήριο νόμου συνεπιμέλεια και να εκκινεί από αυτή τη βάση, ενώ θα πρέπει να προβλέπεται η μη ανάθεση ή η αφαίρεση αυτής αν το ζητήσει κάποιος εκ των γονέων για σημαντικό λόγο και όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτές που αναφέραμε και αφορούν κακοποιητικούς ή αμελείς προς τα παιδιά γονείς, ή γονείς που εμφανίζουν κάποιου είδους παραβατική συμπεριφορά.
Επιπλέον, οι ιδιαίτερες συνθήκες και όροι ανάθεσης της συνεπιμέλειας, όπως το χρονικό πλαίσιο της εναλλασσόμενης κατοικίας, θα πρέπει να ορίζεται από το δικαστή πάντα μετά από διενέργεια και κατάθεση έκθεσης πραγματογνωμοσύνης από αρμόδιους κοινωνιολόγους και ψυχολόγους, οι οποίοι σε συνεργασία με τους γονείς, που θα πρέπει να παρακολουθήσουν κάποιο αριθμό υποχρεωτικών συνεδριών συμβουλευτικής με τους επιστήμονες, θα αξιολογήσουν τις υφιστάμενες συνθήκες και θα δημιουργήσουν ένα εξατομικευμένο σχέδιο ανατροφής και ένα πρόγραμμα εφαρμογής της συνεπιμέλειας στη πράξη, που θα λαμβάνει υπόψιν τις ανάγκες και τα συμφέροντα του παιδιού, όπως και τα δικαιώματα και τις επιθυμίες των γονέων.
Αυτό στην πράξη σημαίνει πως είναι απαραίτητη η δημιουργία και λειτουργία κοινωνικών δομών με διορισμό εξειδικευμένου προσωπικού, αποτελούμενο και από τα δύο φύλα σε ίσο αριθμό, σε κάθε Πρωτοδικείο της χώρας (η συγκεκριμένη πρόταση αποτελεί ρύθμιση νόμου (άρθρο 49 Ν. 2447/1996) που δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί και πάγιο αίτημα του Ν.Π.Δ.Δ. Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας. Βλ. Σύνδεσμος Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας, «Υπόμνημα αναφορικά με το θέμα της συνεπιμέλειας τέκνων», Αθήνα, 11/09/2020) και η νομοθέτηση υποχρεωτικής συμβουλευτικής διαμεσολάβησης μεταξύ των γονέων, πριν την εκδίκαση της υπόθεσης σχετικά με την ανάθεση της επιμέλειας των τέκνων αλλά και κατά το πρώτο χρονικό διάστημα εφαρμογής της συμφωνίας.
Επιπλέον, πολύ σημαντικό θεωρούμε οι υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, λόγω της ιδιαίτερης και ευαίσθητης φύσης και σημασίας τους αλλά και του επείγοντος χαρακτήρα τους, να κρίνονται από ειδικά δικαστήρια οικογενειακών διαφορών και εξειδικευμένους σε τέτοιες υποθέσεις δικαστικούς λειτουργούς, τη θέσπιση των οποίων θα πρέπει να αναλάβει η πολιτεία. Η ύπαρξη τμημάτων δικαστηρίων που θα ασχολούνται μόνο με υποθέσεις οικογενειακού δικαίου θα έχει ως αποτέλεσμα και τη μείωση του χρόνου εκδίκασης αυτών, γεγονός που σήμερα αποτελεί κοινό πρόβλημα της απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Πάντως, η προσωπική μας άποψη μέσα από κοινωνιολογική παρατήρηση είναι πως στην Ελλάδα του 2021 η κοινωνία, αν και έχει εμπεδώσει την ανάγκη ανατροφής του παιδιού και από τους δύο γονείς, ίσως να μην είναι έτοιμη για μία τόσο δραστική αλλαγή κι εφαρμογή εναλλασσόμενης κατοικίας κατά απόλυτα ίσους όρους. Επιπλέον, πιστεύουμε πως η εφαρμογή της είναι δύσκολη και λόγω των συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα σε σχέση με το εκπαιδευτικό σύστημα, όπου, για λόγους που δεν είναι στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, ακμάζει η παραπαιδεία με αποτέλεσμα τα παιδιά μετά το σχολείο να έχουν ένα πολύ γεμάτο πρόγραμμα με παρακολούθηση φροντιστηρίων από μικρή ηλικία, αλλά και άλλες αθλητικές και πολιτισμικές δραστηριότητες. Συνεπώς, καταλήγουμε πως θα πρέπει η υποχρεωτική κοινή επιμέλεια να οριστεί βάσει του νόμου, αλλά αρχικά με τη μορφή του να περνάει το παιδί ποσοστό της τάξης του 30-40% του χρόνου του με τον ένα γονέα, συμπεριλαμβανομένων τακτικών διανυκτερεύσεων στην οικία του, και το μεγαλύτερο ποσοστό με τον άλλο γονέα. Έτσι θα έχει ουσιαστικά στη ζωή του και τους δύο γονείς αλλά θα υπάρχει η αίσθηση του σταθερού οικιακού περιβάλλοντος και όχι του τουρισμού από το ένα σπίτι στο άλλο, με τη μείωση των μετακινήσεων στις απαραίτητες, όπως και θα διευκολύνεται η μετάβασή του σε όλες τις εξωσχολικές δραστηριότητες, διασφαλίζοντας και την αναπτυξη της κοινωνικής του ζωής εκτός σπιτιού. Συνακόλουθα θα πρέπει να οριστούν αυστηρές ποινές για όποιον παραβαίνει τους όρους της απόφασης ή συμφωνίας για τη συνεπιμέλεια.
Αυτό που έχει σημασία να αντιληφθούμε και να εμπεδώσουμε ως αρχή είναι πως οι συζυγικοί δεσμοί λύνονται, ο γονεικός ρόλος όμως δεν παύει να υφίσταται ποτέ. Οι γονείς θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως πρέπει να υποτάξουν σε ένα βαθμό τις επιθυμίες τους μπροστά στο συμφέρον και την ευτυχία των παιδιών. Τα παιδιά είναι ένα όμορφο θαύμα που δημιουργήθηκε από δύο γονείς αλλά δεν ανήκει σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό του, και χρειάζεται και τους δύο γονείς στη ζωή του σήμερα, για να μπορέσει να ολοκληρωθεί και να ζήσει ως σωστός, ευτυχισμένος και κοινωνικά λειτουργικός ενήλικας αύριο.
Κονάκογλου Γ. Συμέλα (Μελίνα)
Δικηγόρος παρ’εφέταις του Δ.Σ. Έδεσσας, Πιστοποιημένη Data Protection Officer (Υπεύθυνη Προστασίας προσωπικών Δεδομένων), Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια στο Π.Μ.Σ. «Θεωρία Δικαίου και Διεπιστημονικές Νομικές Σπουδές» του Α.Π.Θ.
Ταγματάρχη Χαιλή 5 Αριδαία, τηλ. 2384502094, 6972133496, E-mail konakomeli@yahoo.gr
(Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη επιστημονικής μελέτης της γράφουσας, που εκπονήθηκε το Φεβρουάριο 2021, στα πλαίσια του μαθήματος Κοινωνιολογία Δικαίου στο ΠΜΣ «Θεωρία Δικαίου και Διεπιστημονικές Νομικές Σπουδές» του Α.Π.Θ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
Κάτωθι των περισσοτέρων κειμένων του διαδικτυακού τόπου παρέχεται η δυνατότητα υποβολής σχολίων από τους χρήστες/ επισκέπτες. Η δυνατότητα αυτή είναι καταρχήν ελεύθερη. Ωστόσο, η συντακτική ομάδα δύναται να προβεί άμεσα και χωρίς καμία προηγούμενη ειδοποίηση ή αιτιολόγηση, στη διαγραφή οιουδήποτε σχολίου κρίνει ότι είναι εκτός του δεοντολογικού πλαισίου, των στόχων και των υπηρεσιών του διαδικτυακού τόπου, ειδικά δε εάν αυτό είναι υβριστικό, ειρωνικό, έχει στόχο να προσβάλλει τρίτο πρόσωπο ή την ιστοσελίδα.
Σε καμία περίπτωση ο διαχειριστής του διαδικτυακού τόπου δεν υιοθετεί, ενστερνίζεται, αποδέχεται ή εγγυάται την αλήθεια των προσωπικών σκέψεων, αντιλήψεων και πληροφοριών, οι οποίες εκφράζονται από τους επισκέπτες/χρήστες της ιστοσελίδας.
Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης.
Η συντακτική ομάδα του Aridaia News