Ο Γιάνγκος, ο Κερχανατζής, γέννημα-θρέμμα του χωριού, απ’ την πρώτη στιγμή που παντρεύτηκε τη Μαλιό κατάλαβε ότι πήρε μια γυναίκα της βόλτας. Όχι πως αυτός ήταν καλύτερος, ίδιας κοπής ήταν κι αυτός με τις παρέες που έκανε, αλλά τουλάχιστον η αφεντιά του ήταν περισσότερο του σπιτιού και μάλιστα του ξαπλώματος. Επιπλέον, τόσο ο ίδιος, όσο κι η συμβία του, χωρίς να είναι κι δυο πολύ της δουλειάς, λες κι ούρλιαξε το στοιχειό και τους ένωσε, μια χαρά τα περνούσαν στο κονάκι τους. Με τις βόλτες τους ξεχωριστά ο καθένας, με τα καφεδάκια τους στις γειτονιές αλλά και τα γλέντια τους στους γάμους και τα πανηγύρια.
Κι έτσι, κάθε τόσο άλλαζαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Και μόνο οι συνήθειες τους παρέμειναν ίδιες, κληρονομιά και προίκα, ποιος να ξέρει από ποιους παλιούς συγγενείς τους, που είδαν τη ζωή μια ατέλειωτη μέρα Πασχαλιάς και ζωής χαρισάμενης που λένε. Άλλωστε, τι να θέλει ο άνθρωπος; Λίγο ψωμί, λίγο κρασί, κατά το τραγούδι της αοιδού, άντε και μια θάλασσα με χαρές. Φτωχά πράγματα!
Όμως, στους καιρούς που περνούσαν όλα καλά κι όλα ανθηρά, είχαν και κάτι που τους έτρωγε, όπως ακριβώς τρώει ένα κύμα τον βράχο. Δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά! Δυο κουτσούβελα δηλαδή για να πάρουν κι αυτά τις φόρμες των γονιών τους και να τρέχουν στα σοκάκια του χωριού, χωρίς να μπορούν να τα μαζέψουν ούτε κι οι ίδιοι. Γι’ αυτό, άντρας και γυναίκα, ήταν που ήταν απ’ τα γεννοφάσκια τους «γκελκεφίμ», τους έτυχε κι αυτό, κι έτσι, ίσως και για να το ξεχνάν, το έριχναν έξω κι έλεγαν σ’ όλα «δε βαριέσαι αδελφέ μου, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει». Καμιά φορά και τα ίδια τα πράγματα, όπως μας έρχονται, χαράζουν και την πορεία στη ζωή μας!
Παραμονή των Χριστουγέννων και πάλι τον Γιάγκο και τη Μαλιό τους βρήκε η μέρα σαν τις άλλες να την περνούν έξω απ’ το σπίτι τους. Σβηστό το τζάκι, κρύα τα δωμάτια κι η πόρτα μανταλωμένη με τραβηγμένο τον σύρτη απ’ έξω. Το χιόνι, που αυτές τις μέρες έπεφτε ασταμάτητο, έφτανε το ένα μέτρο μέσα στην αυλή κι έφραζε κάθε είσοδό σ’ αυτή, μια και τ’ αφεντικά δεν ήταν εδώ ν’ ανοίξουν δρομάκι. Κι όσα απ’ τα χιόνια ήταν πάνω στη σκεπή και τη μέρα έλιωναν, σταγόνα με τη σταγόνα, έτρεχαν απ’ τις αστραχιές. Ενώ το βράδυ που έπιανε και πάλι το κρύο γίνονταν πάγοι που κρέμονταν απ’ τα κεραμίδια και στο πρωινό φως του ήλιου φάνταζαν σαν παραμυθένια πολύχρωμα σπαθιά.
Μαζί με τους ιδιοκτήτες και το σπίτι έκρυβε το δικό του στιλ!
Μέρα χαρούμενης προσμονής που ήταν, και το χαμηλό καφενείο του μπαρμπα-Δημήτρη στην πλατεία ήταν γεμάτο. Τα τσιγάρα με τις κολτσίνες και τις ξερές έδιναν κι έπαιρναν συνοδευόμενα με τα κονιάκ και τις μυρωδάτες μέντες. Κι η σόμπα στη μέση του μαγαζιού, να τη ζητάν όλοι σαν να ήταν ερωμένη, μπουμπούνιζε κατακόκκινη με τα ξύλα που κάθε τόσο έριχνε μέσα της ο καφετζής, μετά απ’ την επίμονη απαίτηση των πελατών χωριανών του. Κι όλο η ζέστα μεγάλωνε με τα σακάκια να βγαίνουν απ’ τα σώματα και να κρέμονται πρόχειρα στ’ ακουμπιστήρια των καρεκλών. Βρισιές παντού και χτυπήματα πάνω στα τραπέζια σε περίπτωση χασούρας, γέλια κι ειρωνείες σαν κέρδιζε το ταλέντο κι η μπλόφα. Τέτοια βαβούρα δύσκολο να την αντέξουν τ’ αυτιά.
Σ’ αυτήν την ωραία κι ευχάριστη ατμόσφαιρα διάλεξε να περάσει και σήμερα τη μέρα του ο Γιάγκος, ο Κερχανατζής. Καθισμένος στο βάθος του μαγαζιού, δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στο ποτάμι, όποιος του έκοβε τώρα τις φλέβες δε θα έβγαζε ίχνος από αίμα. Ήταν η τρίτη παρτίδα που απ’ το πρωί έχανε στην ξερή κι απ’ τα νεύρα του ήταν έτοιμος, μαζί με τις λίγες τρίχες που είχε στο κεφάλι, να ξεριζώσει και τ’ αραιό μουστάκι του. Λίγοι του μιλούσαν κι εκείνοι αν έκαναν πιο μπροστά τον σταυρό τους! Κι ακόμα ήταν στην αρχή. Μέχρι το βράδυ μονάχα ένας Θεός ήξερε τι θα μπορούσε να γίνει μ’ αυτόν!
Απ’ την άλλη μεριά της ιστορίας κι η Μαλιό, τ’ ακριβό του ταίρι. Κι αυτή σήμερα μόλις ξύπνησε με το πρωινό χτύπημα της καμπάνας είπε να πάει στην εκκλησία και ν’ ανάψει ένα κεράκι της στο εικόνισμα της Παναγίας. Φόρεσε μερικά απ’ τα χοντρά της ρούχα, έσφιξε τη μαμούκα στα μαλλιά της, έβαλε και τις λαστιχένιες μπότες στα πόδια της και βουλιάζοντας η μισή μέσα στα χιόνια βγήκε έξω απ’ το σπίτι στον δρόμο. Στρίβοντας στη γωνιά, δίπλα στ’ ανηφορικό στενό και κάτω απ’ το υπόστεγο του γείτονα και ξαδέρφου της, του Νικόλα, άκουσε φασαρία.
Περίεργη, όπως πάντα, με χίλια ζόρια πήρε τα πόδια της και πήγε εκεί για να δει τι γίνεται. Είδε τον ξάδερφό της μαζί με τον φίλο του τον Χρήστο, τον χασάπη, να κόβει κομμάτια το γουρούνι που έτρεφε από καιρό στον στάβλο του κι έσφαξε το πρωί. Πήγε ακόμα πιο κοντά και μέσα σ’ ένα ταψί είδε διαλεγμένες τις μπριζόλες του ζώου να στάζουν απ’ το αίμα του. Χωρίς να πει κουβέντα, μ’ ένα χαμόγελο, τις άγγιξε με τον δείκτη του χεριού της.
-Ε! ξαδέρφη, είπε ο Νικόλας και τράβηξε ένα ποτηράκι κρασί που ήταν δίπλα του πάνω σ’ έναν σάπιο ξύλο μηλιάς. Πού πας τόσο πρωί μέσα στο χιόνι;
-Να μωρέ, απάντησε αμήχανα εκείνη. Πήγαινα στην εκκλησία κι άκουσα απ’ εδώ θόρυβο. Γι’ αυτό ήρθα…
-Τότε, αν θέλεις, κάτσε μαζί μας να πιείς ένα ποτηράκι κρασί. Θα σου κάνει καλό σ’ αυτήν την παγωνιά. Σε λίγο θα ψήσουμε κιόλας. Βγάλαμε μπόλικο κρέας.
-Όχι βρε, τ’ απάντησε πάλι αμέσως εκείνη. Σου είπα θα πάω στην εκκλησία, μήπως προφτάσω εκεί και τον παπά για να του πω δυο λόγια που θέλω. Και σηκώνοντας λίγο το φουστάνι της να μην ακουμπάει τα χιόνια έκανε να φύγει. Οι δυο φίλοι που την κοίταζαν και να κρυώνει κατάλαβαν ότι δεν είχε σκοπό να μείνει μαζί τους. Εξ άλλου κι αυτοί ήξεραν πόσο της άρεσε το γκιζέρι στο χωριό. Το έπιανε το πρωί και μετά, όπου ξημερώσει! Όχι πως ήταν καμιά κουτσομπόλα, ξομπλιάστρα και κουσκουσούρα. Δεν τα είχε αυτά η ψυχούλα της. Μόνο σουρτούκα ήταν που της άρεσε να γυρίζει πέρα-δώθε και να μιλάει για τη ζωή της και τον πόλεμο που πέρασαν με την οικογένειά της.
Και περισσότερο τώρα με τις γιορτές να λέει για τα κάλαντα που έψελναν στο σχολείο και της γειτονιές με τ’ αδέρφια της όταν ήταν μικρά. Βέβαια, κι όλα αυτά τέλειωναν μ’ ένα μεγάλο της παράπονο. Που δεν μπόρεσε να πάει στο σχολείο, γιατί ο πατέρας της την ήθελε μόνο στο σπίτι να κάνει δουλειές.
«Αχ!», κλαψούριζε από μέσα της κάθε φορά που άκουγε για σπουδές. «‘Εμένα ο δάσκαλος πολλές φορές μού το έλεγε τότε: Εσύ Μαλιό μου για δικηγόρος κάνεις!» Και την έπιαναν για λίγο τα πικρά γέλια, μέχρι ν’ αλλάξει η συζήτηση και να το ξεχάσει.
«Έλα Μαλιό μου», της είπε μ΄ αγάπη ο Νικόλας και την τράβηξε απ’ το μανίκι του φουστανιού της. «Ξέρω, δε σφάξατε γουρούνι. Γι’ αυτό πάρε ένα κομμάτι απ’ το δικό μας να το μαγειρέψετε και να το φάτε αύριο τα Χριστούγεννα. Το τύλιξε σ’ ένα σταχτί χασαπόχαρτο και μέσα σ’ ένα ντορβά το έδωσε στα χέρια της. Εκείνη δεν αρνήθηκε να το πάρει. Το κρέμασε στον ώμο της και με μια ξερή ευχή για τα Χριστούγεννα κι ένα γρήγορο γεια έφυγε για την πλατεία. Ήταν ο δρόμος της που έλεγε για να πάει στην εκκλησία.
Μετά απ’ αρκετά μέτρα που περπάτησε, εντελώς πνιγμένη μέσα στο χιόνι, ήταν και το σπίτι της φιλενάδας της, που χαϊδευτικά η καλή της η μάνα την έλεγε «κουζούμ Μαρία». Πρόσφυγας απ’ το Σαφράνι της Τουρκίας η μάνα σπάνια μιλούσε ελληνικά. Ούτε γύρευε να τα μάθει. Της έφτανε που μπορούσε να συνεννοηθεί με την κόρη της και τ’ άλλα τρία παιδιά της που είχαν μπαρκάρει κι έκαναν ταξίδια στις θάλασσες. Στο χωριό, το Σαφράνι, που μεγάλωσε όλοι έλεγαν για την ομορφιά της και την κουζίνα της. Προπάντων για τα γλυκά που έκανε. Φήμες έφερναν πως μ’ αυτά σαγήνεψε κι έναν τούρκο κατή απ’ την Πόλη, που ήθελε να την κάνει και γυναίκα του. Δεν ταίριαξε, όμως, το προξενιό που έστειλε αυτός, γιατί έπρεπε ν’ αλλάξει την Πίστη της. Κι έτσι, η μάνα η Ανθή πήρε τον Θεοχάρη, φτωχό άνθρωπο κι από μικρό, άσημο τζάκι. Όμως, χωριανό της και μάλιστα γειτονόπουλο. Κι έκαναν μαζί οικογένεια. Μάλιστα όσο ήταν στην πατρίδα περνούσαν στη ζωή τους πολύ ευτυχισμένοι. Αλλ’ όταν ήρθαν εδώ τα πράγματα δυσκόλεψαν. Παρ’ όλα αυτά επιβίωσαν. Έγιναν και στον καινούργιο τόπο καλοί νοικοκυραίοι και κανένας δεν μπορούσε να πει κακή κουβέντα γι’ αυτούς. Μόνο που ο Θεοχάρης έφυγε νωρίς απ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο. Τι να κάνουμε. Έτσι τα ήθελε ο Θεός κι έτσι έγιναν!
Σχεδόν παγωμένη η Μαλιό κοντοστάθηκε στον δρόμο που περνούσε μπροστά απ’ το σπίτι της φιλενάδας της Μαρίας. Κι όπως κοίταζε είδε ότι πάνω-ψηλά απ’ τον μπατζά της σκεπής του έβγαιναν ένα σωρό καπνοί, σημάδι πως το τζάκι τους ήταν αναμμένο κι έκαιγε. Γι’ αυτό σκέφτηκε να χτυπήσει την πόρτα και να μπει λίγο μέσα για να ζεσταθεί. Άσε που οι μυρουδιές απ’ τα κουλούρια και τις κουραμπιέδες που ψήνονταν της έσπασαν τα ρουθούνια! Θα ήταν κακό να δοκίμαζε; Ακόμα εδώ έκαναν κι ωραία γλυκά του κουταλιού!
Ωστόσο, δεν πρόλαβε να χτυπήσει. Απ’ το παράθυρο που καθόταν η μάνα και τα έβλεπε όλα, είδε και την ίδια που σταμάτησε και κοιτούσε το σπίτι τους. Στην αρχή με το χέρι της χτύπησε το τζάμι και μετά, μισά ελληνικά και μισά τούρκικα, τη φώναξε να περάσει μέσα. Άλλο που δεν ήθελε δηλαδή η επισκέπτριά της. Έτσι, άνοιξαν την πόρτα και μπήκε. Στο κεφαλόσκαλο η Μαλιό τίναξε και το χιόνι απ’ το παλτό της. Μετά το έβγαλε και το κρέμασε στο ντουβάρι και σε μια ξύλινη κρεμάστρα. Στο τέλος, στρογγυλοκάθισε σ’ ένα απ’ τα μιντέρια τους και ζήτησε να της δώσουν λίγο νερό. Και της έδωσαν. Το ήπιε κι ύστερα το έριξε στο χάζι.
Δίπλα της, πάνω σ’ έναν μελιτζανί πάγκο, είδε ότι ήταν τα ψωμιά που ζύμωσαν και τα χριστουγεννιάτικα κουλούρια που έπλασαν. Όλα, μόλις τα έβγαλαν απ’ τον φούρνο εκεί κάτω απ’ το υπόστεγο που τα έψηναν και γι’ αυτό ακόμα άχνιζαν. Ενώ στο τζάκι χόχλαζε κι η φασολάδα που έβραζαν για να τη φαν το μεσημέρι. Κι όλο το σπίτι ήταν ζεστό σαν να ήταν χαμάμ. Θα το ζήλευε ο καθένας που κρύωνε.
-Κουζούμ, ρώτησε στα τούρκικα τη Μαλιό η μάνα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, σταυρώνοντας και τα χέρια μπροστά της. Τι θέλεις να σε κεράσουμε μια κι΄ ήρθες στο σπίτι μας; Εδώ, βέβαια, τον διερμηνέα έκανε η Μαρία.
-Να, πήγαινα στην εκκλησία και με την ευκαιρία ήθελα να περάσω κι από σας να σας δω, είπε η άλλη με χαμηλή φωνή.
-Καλά έκανες, πρόλαβε κι απάντησε η Μαρία, προτού ακούσει τι θα της πει η μάνα της. Κι εμείς, συνέχισε, απ’ τα μεσάνυχτα με τη μάνα μου κάνουμε όλες τις δουλειές γι’ αύριο τα Χριστούγεννα. Μαζί με τ’ άλλα κάναμε και γλυκό κυδώνι αλλά και βύσσινο. Εχτές κάναμε και φοινίκια.
Ενώ μιλούσε, τράβηξε το τζάμι απ’ τον μπουφέ κι έβγαλε από μέσα του ένα μπουκάλι λικέρ. Το έδειξε στη Μαλιό και της είπε: «Φτιαγμένο από μαστίχα, αγριοκέρασα και λεμόνι. Ίδιο μ’ εκείνο της Πατρίδας». Πήρε κι’ ένα απ’ τα ποτηράκια της τα μικρά, κι αφού το γέμισε με το ποτό, πάνω σ’ ένα δίσκο, της έδωσε να πιει. Σε δυο άλλα έβαλε και για την ίδια και τη μάνα της που την έβλεπε αμίλητη.
Άπλωσε το χέρι της η Μαλιό και πήρε το ποτηράκι. Χωρίς χρονοτριβή το έφερε στα χείλη και το ήπιε μονορούφι, λέγοντας μέσα απ’ το λαρύγγι της κι ένα «ευχαριστώ». Πολύ της άρεσε κι ήταν βάλσαμο για το κρυωμένο στομάχι της. Λίγο μετά η Μαρία της έδωσε και κουλούρι για να τη ρωτήσει αν κι εφέτος πέτυχε η συνταγή. Κι αυτά η Μαλιό τα βρήκε περίφημα! Αλλά σκέφτηκε ότι η ίδια θα τα έκανε καλύτερα!
Κουβέντα στην κουβέντα οι δυο γυναίκες είπαν και για τον αργαλειό. Η Μαρία με τη μάνα της τον είχαν στο απέναντι δωμάτιο, κι όπως είπε, όποτε μπορούσαν έπιαναν δουλειά μαζί του. Αυτόν τον καιρό ύφαιναν μερικά απ’ τα προικιά των παιδιών της Μαρίας, μια κι αυτά ήταν μεγαλύτερα απ’ τ’ άλλα ξαδέρφια τους κι είχαν σειρά να παντρευτούν πρωτύτερα. Τα είδε η Μαλιό και θυμήθηκε και τον δικό της τον αργαλειό που έχει χρόνια να τον δουλέψει κι έτσι αραχνιασμένος στέκεται στην αποθήκη. Έκανε, όμως, την ευχή από μέσα της, μετά την Πρωτοχρονιά να τον πιάσει. Όλες οι κουρελούδες στο σπίτι της πάλιωσαν και χρειάζονταν να τους αλλάξει. Τι νοικοκυρά είναι!
Η ώρα στο μεγάλο ρολόι του σαλονιού, που έφεραν τ’ αδέρφια της Μαρίας απ’ την μακρινή Αμερική, έδειχνε να πέρασε το μεσημέρι. Τότε κι η Μαλιό είπε να φύγει. Αρμένικη, χωρίς αμφιβολία, ήταν η επίσκεψη στη φιλενάδα της, αλλά τέτοιες μέρες κανένας δε την παρεξηγεί. Και με τόσο χιόνι έξω! Μακάρι κάθε μέρα να ήταν Χριστούγεννα κι ο κόσμος να ήταν στο σεργιάνι.
Ξεκρέμασε έτσι το παλτό της απ’ την κρεμάστρα που το είχε κρεμασμένο και κάνοντας να φύγει έριξε μια τελευταία ματιά στα ροδοκόκκινα κουλούρια. Ήταν αλήθεια πως πάλι τα λιγουρεύτηκε και γι’ αυτό αν της ξανάδιναν ένα απ’ αυτά, σίγουρα δε θα το αρνιόταν. Αλλά, ντροπιασμένη για τη σκέψη, άνοιξε γρήγορα την εξώπορτα για να φύγει. Την πρόφτασε, όμως, κι έτρεξε πίσω της η μάνα της Μαρίας. Η ηλικιωμένη γυναίκα, που κατάλαβε την κρυφή επιθυμία της, έδωσε στα χέρια της μια χάρτινη σακούλα. Μέσα είχε κουλούρια. Τα έδωσε, και στραβά-κουτσά με τη γλώσσα, ευχήθηκε να περάσουν με τον άντρα της καλά Χριστούγεννα. Κι η Μαλιό, που έφευγε μέσα στο χιόνι, πάντα με προσοχή να μη γλιστρήσει και πέσει, γύρισε πίσω το κεφάλι της και την ευχαρίστησε μ’ ένα γεια του χεριού της.
Απ’ την αυλή βγήκε στον δρόμο. Ποιον δρόμο όμως! Πάντως, όχι αυτόν που την πάει στο σπίτι της. Μέχρι το βράδυ ήταν ακόμα νωρίς να επιστρέψει στη σβησμένη φωτιά του. Έτσι, λοιπόν, τράβηξε κατά το ποτάμι που έκοβε στα δυο το χωριό κι αυτήν την εποχή κατέβαζε πολύ νερό. Ανέβηκε στην ξύλινη γέφυρα και πέρασε απέναντι στον δρόμο που σ’ έφερνε στην πλατεία. Θα πήγαινε στην κουμπάρα της, την Αγλαϊα, γιατί είχε καιρό να τη δει και να της μιλήσει.
Αυτή, όπως της εξομολογήθηκε μια μέρα στο χωράφι που δούλευαν, ήταν πολύ στεναχωρημένη στο σπίτι της. Έχει τον άντρα της, τον Σταύρο, που δεν ενδιαφέρεται και πολύ για την οικογένεια, γιατί τις περισσότερες μέρες της χρονιάς ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία και μπεκροπίνει. Την τελευταία φορά μάλιστα που την είδε της είπε ότι παίζει και κουμάρι, χαλώντας τα μισά λεφτά απ’ το μοσχάρι που πούλησαν πριν απ’ ένα μήνα περίπου για να πάρουν μερικά χρήματα κι έτσι, μέσα στις δυσκολίες, να μπορέσουν να ορθοποδήσουν σαν άνθρωποι.
Κρίμα! Γιατί ήταν και καλή νοικοκυρά η κουμπάρα της. Αλλά τι να το κάνεις; Με τέτοιον άντρα που έμπλεξε, πού να δει χαϊρι και προκοπή! Και κάθε τόσο η δόλια κάνει υπομονή, μήπως και κάποτε αλλάξει και κοιτάξει καλύτερα την οικογένεια. Όμως, τα ίδια και τα ίδια. Καμιά καλυτέρευση!
Είχαν κι ένα κορίτσι. Παρασκευή το έλεγαν. Στ’ όνομα της Αγίας Παρασκευής που είχε το εκκλησάκι της έξω απ’ το χωριό και το έδωσε ο νουνός της γιατί γεννήθηκε τη μέρα της γιορτής της. Πολύ καλό κορίτσι, όμορφο και σήμερα της παντρειάς. Μόνο που τ’ αφιλότιμο από μικρό δεν πάτησε στο σχολείο ούτε και μια μέρα. Δεν ήθελε και δεν τα έπιανε τα γράμματα. Όσο κι αν της τάζανε καραμέλες και κούκλες. Έπεφτε κάτω και χτυπιόταν απ’ την άρνηση. Μέχρι που μια μέρα η δασκάλα της, η Ευγενία, την ξέγραψε απ’ τα κιτάπια του σχολείου και την έστειλε στη μάνα της να τη βοηθάει στις δουλειές. Κι από τότε ησύχασαν όλοι. Τι να κάνουμε. Δεν κάνουν όλοι για γράμματα!
Όμως, όταν πέρασε ο καιρός και μεγάλωσε λίγο, από μόνη της είπε να πάει σε μια οικοκυρική σχολή. Και πριν απ’ ένα χρόνο περίπου την έστειλαν. Και πολύ της άρεσε που πήγε. Μάθαινε νοικοκυριό και να κάνει γλυκά και φαγητά. Σήμερα της έδωσαν άδεια κι ήρθε στο χωριό για τα Χριστούγεννα. Χρυσοχέρα σαν τη μάνα της, στόλισε το σπίτι κι ετοίμασε το γιορταστικό τραπέζι. Πιο μπροστά με τη μάνα της σκούπισαν και καθάρισαν όλο το σπίτι. Μεγάλη χαρά στην οικογένεια για την προκοπή της!
Έφτασε στο σπίτι η Μαλιό και λαχανιασμένη απ’ το βάδισμα μέσα στο χιόνι χτύπησε την πόρτα της κουμπάρας της. Με γέλια και χαρούμενο πρόσωπο άνοιξε η κόρη της, που εκείνη την ώρα ζύμωνε το χριστόψωμο. Με τα ζυμάρια στα χέρια την καλωσόρισε και της είπε να περάσει μέσα. Έβγαλε κι η Μαλιό τις λαστιχένιες μπότες της και μπήκε. Κατ’ ευθείαν πήγε κι έκατσε στην καρέκλα που ήταν δίπλα στην κουμπάρα της. Εκείνη την ώρα αυτή ήταν στη μηχανή κι έραβε ένα φουστάνι για την κόρη της. Θα το φορούσε το κορίτσι αύριο, πρώτη μέρα τα Χριστούγεννα, στην εκκλησία κ ύστερα στη χοροεσπερίδα που διοργάνωσε ο πρόεδρος του χωριού στο καφενείο του του μπάρμπα-Αλέξη.
Κι εκεί στο μαγαζί σίγουρα θα την έβλεπε κάποιο παλικάρι της ηλικίας της για να στείλει αργότερα, αν ήθελε ο Θεός, προξενήτρες. Είπαμε ήταν ένα κορίτσι της παντρειάς.
Όταν μπήκε στο σπίτι η Μαλιό, μαζί με την πάστρα, θαύμασε και τα στρωσίδια που έκαναν μάνα και κόρη. Άλλαξαν τις κουρτίνες στα ξύλινα παράθυρα, έστρωσαν πολύχρωμες κουρελούδες στα σανίδια, έβαλαν και φανταχτερές πάντες στα κρεβάτια. Στην καλή την κάμαρα έβαλαν και κάδρα με φωτογραφίες της Πόλης και του Παρισιού. Όλα τ’ αγόρασαν απ’ έναν γυρολόγο που προχτές ήρθε με το κάρο του στο χωριό κι επειδή, όπως είπε, είχε ανάγκη πουλούσε την πραμάτεια του στη μισή τιμή.
Και στην άκρη του σαλονιού σε μια γωνία κρέμασαν κι ένα καρυδένιο εικονοστάσι με μέσα του την Παναγία να κρατάει βρέφος τον Χριστό στη σπηλιά που γεννήθηκε. Μπροστά στην άγια εικόνα έκαιγε κι ένα μικρό καντηλάκι με λάδι. Ακριβό δώρο το εικονοστάσι απ’ τον παπα-Χρήστο, γιατί η Αγλαϊα μαζί με την καντηλανάφτισσα τη Βιργινία τον βοηθάνε στις δουλειές που έχει ο ναός. Η εικόνα υπήρχε από παλιά στο σπίτι. Ποιος ξέρει πόσες προσευχές έγιναν σ’ αυτή και πόσα θαύματα έκανε που δεν τα γνώριζαν οι οικογένειες που πέρασαν απ’ το σπίτι!
Πολλά είπαν εκείνη τη μέρα οι κουμπάρες όταν στρώθηκαν στις καρέκλες για κουβέντα. Είπαν για τα χωράφια τους, για τα ζώα τους και για τις σοδειές τους. Μέχρι και λίγο κουτσομπολιό άνοιξαν για κάποιες νύφες και πεθερές που δεν τα πάν καλά μεταξύ τους και τρώγονται όπως οι γάτες με τα ποντίκια. Όμως, και γι’ αδέρφια που μαλώνουν για περιουσίες και βρίσκονται στα δικαστήρια. Όλες, βέβαια, οι συζητήσεις με καλή καρδιά και για να περνάει η ώρα. Άλλωστε τις εξομολογήθηκαν και στον παπά. Κι’ αφού ήταν έτσι δεν υπήρχε αμαρτία!
Ώσπου ακούστηκε ν’ ανοίγει η πόρτα. Είχε πια σκοτεινιάσει κι ο άντρας της Αγλαϊας, ο Σταύρος, μετά από ολοήμερο κρασοπότι στο καφενείο, επιτέλους αποφάσισε να γυρίσει στο φτωχικό του. Άφησε τα παπούτσια του στο κατώφλι και κρατώντας την ισορροπία του για να μην πέσει απ’ τη ζάλη που του έφερε το ποτό μπήκε στο σπίτι. Στο φως που έβγαζε η λάμπα και τ’ αναμμένο τζάκι αμέσως αναγνώρισε την κουμπάρα του, που κι αυτή σαν τον είδε έτσι να παραπατάει λίγο έλειψε να βάλει τα γέλια. Κρατήθηκε, όμως, μην τον προσβάλλει και πάνω στη σούρα του αρχίσουν τα μαλώματα. Κι ύστερα, άντε να ξεμπερδέψεις!
-Εδώ είσαι και συ κουμπάρα μας. Σαν τα χιόνια, είπε στη Μαλιό ο Σταύρος με το κεφάλι του να κουδουνίζει απ’ το οινόπνευμα και με κάποια δόση ειρωνείας, μια και παρά την κατάστασή του θυμόταν τη συνήθειά της να φέρνει όλη μέρα βόλτα στους μαχαλάδες. Ποιος καλός άνεμος, συνέχισε να λέει, σ’ έφερε στο σπιτικό μας; Μη μου πεις ήρθες κατά λάθος. Το χιόνι έξω είναι ένα μέτρο!
-Όχι βρε τζαναμπέτη, τ’ απάντησε εκείνη μονομιάς. Εγώ, είπε, το πρωί πήγαινα στην εκκλησία κι επειδή δεν μπορούσα να περπατήσω μέσα στο χιόνι είπα να περάσω να σας δω. Αν δε με θέλετε να σηκωθώ να φύγω. Κι έκανε πως σηκώνεται μα στο λεπτό ξανακάθισε.
-Αφού ήρθες θα κάτσεις, απάντησε με λίγο λόξιγκα ο Σταύρος. Κάτσε να φάμε τώρα το βράδυ όλοι μαζί. Κι ύστερα, αν θέλεις σ’ ανοίγουμε την πόρτα να φύγεις και να πας στο καλό! Και κοίταξε τη γυναίκα του να ετοιμάσει το φαγητό.
Άλλο που δεν ήθελε κι η Μαλιό. Να θρονιαστεί γι’ άλλη μια φορά σήμερα, και βραδιάτικα ν’ απολαύσει το φαγητό της κουμπάρας της. Γι’ αυτό σταύρωσε τα χέρια της και σαν να ήταν σε πολυτελές εστιατόριο της Ευρώπης, με μετρ και γκαρσόν, περίμενε να της το φέρουν. Τελικά, έφαγαν. Όχι πως ήταν τίποτα πλούσιο το φαγητό. Μερικές βρασμένες πατάτες είχε. Λίγες παστές σαρδέλες και ταραμά, καθώς και τουρσί μ’ ελιές. Εξ άλλου τί να φας! Νηστεία ήταν και σήμερα. Στο τέλος τσούγκρισαν όλοι τα ποτήρια με το κόκκινο κρασί που έπιναν κι ευχήθηκαν καλά Χριστούγεννα.
Κι ενώ έπιναν το τελευταίο ποτηράκι κι η Μαλιό δε σκεφτόταν να επιστρέψει ακόμα στο σπίτι της, αφού δεν της έφτασαν και σήμερα οι τόσες επισκέψεις, στην εξώπορτα ακούστηκε κάποιος να φωνάζει. Με πολύ δυσκολία σηκώθηκε ν’ ανοίξει ο Σταύρος. Κι όταν η πόρτα άνοιξε όλοι στο λίγο φως είδαν τον Γιάγκο, τον άντρα της Μαλιός, με το ζόρι να κρατιέται απ’ το χερούλι της πόρτας για να μην πέσει. Κι αυτός, μόλις πριν λίγο, το έσκασε απ’ το καφενείο του Γιώργου του Φουρνατζή που έπινε, κι επειδή στο σπίτι δεν έβρισκε τη γυναίκα του πήρε τους δρόμους για να την ψάξει. Μέχρι που, δόξα σοι ο Θεός, τη βρήκε εδώ στην κουμπάρα της, όπου έρχεται κατά καιρούς, μια κι αυτή είναι γραμμένη στον κατάλογο των καθημερινών της επισκέψεων.
-Ε κουμπάρε, ρώτησε απ’ έξω. Εδώ είναι η γυναίκα μου;
-Εδώ είναι, τ’ απάντησε με ξερόβηχα ο Σταύρος. Πέρασε μέσα για να ζεσταθείς.
Έκανε, λοιπόν, τον κόπο και με σκυμμένο το κεφάλι μπήκε κι αυτός μέσα για ν’ αρχίσουν, κατά κύριο λόγο μεταξύ τους, καινούργιες σπονδές στον Βάκχο και τον Διόνυσο. Τώρα τι λέγανε οι δυο τους; Πολλά και διάφορα. Τέτοιες στιγμές, όταν με το κρασί λύνονται-μπερδεύονται οι γλώσσες, έχεις άποψη για τα πάντα. Ακόμα και για όλα αυτά που δε γνωρίζεις. Το ποτό σε κάνει πανεπιστήμονα!
Χτύπησε μεσάνυχτα κι η παρέα ήταν εκεί μαζεμένη και δε φαινόταν να είχε σκοπό να το διαλύσει. Δεν είχε σημασία που κατανάλωναν φτωχά εδέσματα. Ήταν πλούσια τα αισθήματα της χαράς και της ευχαρίστησης που είχαν. Κι έτσι είναι. Η ευτυχία στη ζωή βρίσκεται παντού!
Αλλά δεν άργησαν να έρθουν και τα χασμουρητά. Πρώτος άρχισε ν’ ανοίγει τον στόμα του ο Γιάγκος και γι’ αυτό τρεις φορές σηκώθηκε να φύγουν με την Μαλιό, όμως, που δε χόρταινε τις βόλτες, να έχει τις αντιρρήσεις της. Κάποτε, όμως, ο άντρας την έπεισε κι αφού καληνύχτισαν τους κουμπάρους τους βρέθηκαν να περπατάν στον χιονισμένο δρόμο για το σπίτι τους. Πάνω στα κεφάλια τους εκείνη την ώρα έπεφτε και καινούργιο, αφράτο χιόνι. Έμοιαζαν με χιονάνθρωποι!
-Άντε σουρτούκα μου, της είπε σε κάποια στιγμή της διαδρομής ο άντρας της. Άντε να πάμε στο σπίτι μας. Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα και το πρωί θα πρέπει να πάμε στην εκκλησία. Αλλά βρε γυναίκα, τη ρώτησε, όσο έβλεπε, βέβαια, απ’ το μεθύσι του, τι κουβαλάς μέσα στον ντορβά;
-Τι να κουβαλάω βρε άντρα μου, του είπε. Τα φαγητά που θα φάμε αύριο. Λίγο κρέας απ’ τον ξάδερφό μου τον Νικόλα, λίγα γλυκά απ’ τη φιλενάδα μου τη Μαρία και τώρα λίγο κρασί που μας έδωσε η κουμπάρα. Αμάν πια. Βαρέθηκα. Όλα τα σκέφτομαι εγώ!
Και συνέχισαν να βαδίζουν μέσα στο χιόνι για να παν στο σπίτι τους που τους περίμενε όλη τη μέρα. Ίσως αύριο, τα Χριστούγεννα, να τα περνούσαν μαζί. Στ’ αναμμένο τζάκι.
Γιατί κι ο κανόνας έχει κι αυτός τις εξαιρέσεις του!
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Επεξηγηματικά:
Σουρτούκα: Γυναίκα χωρίς υποχρεώσεις
Κερχανατζης: Άνθρωπος αχρείος, φασαρτζής
Τζαναμπέτης: Ο κακότροπος στις σχέσεις του
Μαμούκα: Τσεμπέρι
Κουζούμ: Τρυφερή προσφώνηση ψυχή μου
Μπατζάς: Καπνοδόχος
Μαλιό: Υποκοριστικό Αμαλία
Μιντέρι: Καναπές
Γκελ κεφίμ: Έλα χαρά μου
Καλά Χριστούγεννα κ.Τρυφωνα
ΑπάντησηΔιαγραφή