Χειροτονητήριος λόγος τοῦ ἐψηφισμένου Ἐπισκόπου Ἀλμωπίας, κυρίου Στεφάνου (Ἱ. Καθεδρικός Ναὸς Ἁγίας Σκέπης Ἐδέσσης, 15 Ὀκτωβρίου 2024)
«Μικρὸς ἤμην ἐν τοῖς ἀδελφοῖς μου, καὶ νεώτερος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου· αὐτὸς ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἔχρισέ με ἐν τῷ ἐλαίῳ τῆς χρίσεως αὐτοῦ» (Προφητάναξ Δαβίδ)
Σεβασμιώτατοι καὶ θεοφιλέστατοι, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ συμπρεσβύτεροι καὶ Ἱεροδιάκονοι, Ἐντιμότατοι ἄρχοντες τοῦ τόπου μας, Φιλόχριστε λαὲ τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτὲ καὶ εὐλογημένε,
Ὑπάρχουν περιστάσεις στὴν ζωή μας γιὰ τὶς ὁποῖες καὶ ὁ πιὸ πλούσιος καὶ γλαφυρὸς λόγος δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ἀποτυπώσει καὶ νὰ ἐκφράσει τὸ πιὸ γνήσιο καὶ οὐσιαστικὸ βάθος τους. Οἱ μεγάλοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶπαν πὼς κάθε ἀνθρώπινος λόγος εἶναι πάντοτε ἀποφατικός· δὲν μπορεῖ δηλαδὴ κατὰ τὴν ἐκφορά του νὰ ἐξαντλήσει τὸ σύνολο τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι, ὅσα πολλὰ καὶ ἂν ποῦμε, ὅσο περίτεχνα καὶ κομψὰ καὶ ἂν στολίσουμε τὸν λόγο μας, πάντα θὰ μένει, τόσο σὲ μᾶς, ὅσο καὶ στοὺς ἀκροατές μας, ἡ αἴσθηση ὅτι δὲν καταφέραμε νὰ ἐκφράσουμε ὅλα ὅσα φυλάττουμε στὰ κρυφὰ ταμεῖα τῆς ὕπαρξής μας, στὸν χῶρο ἐκεῖνο ποὺ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ σύμπαντες οἱ Πατέρες μας ὀνόμασαν βαθιὰ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεός μας ὅμως ἔδωσε σὲ αὐτὸ τὸ δυσπρόσιτο στοιχεῖο τοῦ λόγου μία λυτρωτικὴ δυνατότητα: νὰ μεταδίδεται ἀπὸ καρδιὰ σὲ καρδιὰ καὶ ὅταν οἱ ἦχοι ποὺ συνθέτουν οἱ φωνητικὲς χορδὲς δὲν καταφέρνουν νὰ ἀποδώσουν καὶ νὰ μεταδώσουν κάποιο μέλισμα τῆς καρδιᾶς, τότε τὰ αἰσθήματά μας, αὐτὰ ποὺ βιώνουμε ἀνὰ πᾶσα στιγμή, μεταδίδονται μὲ τοὺς παλμούς της καὶ οἱ καρδιὲς συνεννοοῦνται μεταξύ τους ἀλάνθαστα, ὅπως ὅταν συντονίζονται μὲ ἀκρίβεια οἱ προηγμένοι πομποὶ καὶ δέκτες.
Μὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση θὰ ἀποκαλύψω σὲ ὅλους τοὺς παρόντες στὶς ἱερὲς αὐτὲς στιγμὲς μὲ ἁπλὸ λόγο, ἴσως καὶ ἁπλοϊκὸ θὰ λέγανε κάποιοι, τὸ περιεχόμενο τῆς ταπεινῆς ἀλλὰ συγκλονιστικὰ παλλόμενης καρδιᾶς μου.
Μεγάλωσα σὲ μιὰ οἰκογένεια μὲ τὴν κοινὴ καὶ συνήθη παραδοσιακὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια. Δὲν εἶχα προγόνους ἢ συγγόνους διακεκριμένους ρασοφόρους, θεολόγους ἢ ἄλλους ἐξέχοντες τῆς Ἐκκλησίας μας ἢ τῆς κοινωνίας. Ἤπια ἀπὸ τὸ κοινὸ πνευματικὸ γάλα ποὺ μπορεῖ νὰ πιεῖ ὁ καθένας στὴν κάθε ταπεινὴ ἐνορία τῆς ἑλληνικῆς μας ὑπαίθρου. Ἡ ἔννοια καὶ τὸ ἁδρὸ ὁλόγραμμα τῆς ἱερωσύνης σχηματίστηκε μέσα μου ἀτενίζοντας καὶ ὑπηρετώντας γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν ἁπλὸ καὶ σοβαρὸ στοὺς τρόπους ἱερέα τῆς ἐνορίας μας, τὸν μακαρίτη παπα - Γιάννη Ξηρό. Ὁ Θεὸς μὲ εὐλόγησε δίδοντάς μου ἕνα τέτοιο πρότυπο ἱερωσύνης. Ἀπὸ τότε, ἔστω μὲ τὸ ἄπλαστο ἀκόμη μυαλό μου, κατάλαβα πόσο σοβαρὸ ζήτημα εἶναι τὸ νὰ μπεῖ κάποιος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Οἱ γονεῖς μου, ὁ Ἀναστάσιος καὶ ἡ, μακαρίτισσα τώρα, Εὐσεβεία, χωρὶς νὰ σπουδάσουν σὲ ἀκαδημίες, δίχως διδασκαλίες καὶ γνώσεις παιδαγωγικές, μοῦ ἔμαθαν νὰ ἀγαπῶ τὴν ἁπλότητα, τὴν εἰλικρίνεια, τὴν ἐντιμότητα, τὸν δίκαιο κόπο, τὴν τιμὴ πρὸς τοὺς ἄλλους, τὸν σεβασμὸ γιὰ τὶς παραδόσεις τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ μας. Τώρα καταλαβαίνω πὼς αὐτοὶ ἦταν, αὐτοὶ καὶ ὁ σοβαρὸς παπᾶς τοῦ χωριοῦ μου, ποὺ χωρὶς καλὰ-καλὰ νὰ τὸ καταλαβαίνουν καὶ οἱ ἴδιοι, θεμελίωναν μέσα μου τὶς βάσεις γι’ αὐτὸ ποὺ σήμερα ἐννοῶ, ζῶ καὶ ἀγαπῶ καὶ ποὺ εἶναι ἡ ἱερωσύνη καὶ τὸ κύριο ἐκδήλωμά της ποὺ τὸ ὀνομάζουμε ποιμαντική. Ἔζησα ἀπὸ μικρὸς τὴν σοβαρὴ ἀγάπη τῶν γονέων μου καὶ τὴν ἀρχοντικὴ ἀγάπη τοῦ ἱερέα τοῦ χωριοῦ μας καὶ ἔτσι τώρα μπορῶ νὰ καταλάβω τὸ τί χρειάζονται καὶ περιμένουν οἱ συνάνθρωποί μου ἀπὸ μένα καὶ τὴν ποιμαντική μου διακονία. Ὅταν ρώτησαν κάποτε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο πῶς συμβαίνει καὶ ἀγαπᾶ τόσο ὥριμα καὶ βαθιὰ τὸ ποίμνιό του, ἀπήντησε ὅτι αὐτὸ συμβαίνει διότι καὶ ὁ ἴδιος δέχτηκε ἀπὸ μικρὸς ὥριμη καὶ σοβαρὴ ἀγάπη ἀπὸ τοὺς δικούς του ἀνθρώπους. Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ, ἐκφράζοντας τὴν βάση τῆς αὐτοσυνειδησίας μου, ὅτι ποιμένας γίνεται κάποιος ἀπὸ νήπιο. Ἀνεπίγνωστα, μυστικά, πνευματικὰ μυστηριωδῶς οἱ δικοί μας ἄνθρωποι σμιλεύουν τὸ ποιμαντικό μας πλαστούργημα.
Πολλοὶ ἄνθρωποι δέχτηκαν καλὲς βάσεις καὶ βρέθηκαν σὲ πολὺ καλά, θετικά, ὅπως λέμε συχνὰ σήμερα, περιβάλλοντα. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνον αὐτό. Δὲν ἀρκεῖ οἱ σπόροι νὰ μποῦν στὸ φυτώριο. Χρειάζεται κατόπιν ἕνας καλὸς γεωργός, ἔμπιστος ὑπηρέτης τοῦ Οὐράνιου Γεωργοῦ, γιὰ νὰ καλλιεργήσει κάθε πνευματικὸ βλαστὸ καὶ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ καρποφορήσει. Σὲ μένα ὁ Οὐράνιος Γεωργὸς καὶ Πατέρας ἔστειλε ὡς ἔμπιστό του γεωργὸ καὶ ἀπεσταλμένο τὸν τότε Ἱεροκήρυκα τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ νῦν κοινὸ πατέρα, ὁδηγὸ καὶ Δεσπότη μας τὸν πατέρα Ἰωήλ. Ἐπιτρέψτε μου τώρα νὰ σᾶς ἐκφράσω τί ἔβλεπα τότε στὸν πατέρα Ἰωήλ, καὶ τὸ πιὸ θαυμαστό: τί δὲν σταμάτησα νὰ βλέπω σὲ αὐτὸν μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν σπουδαία καὶ ἱερὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς μου.
Τί βρῆκα, λοιπόν, στὸν πατέρα Ἰωήλ; Τὸν καιρὸ ποὺ τὸν γνώρισα ἐγώ, στὰ ἐφηβικά μου χρόνια, ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διακεκριμένους ἱεροκήρυκες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὴν ἱκανότητά του αὐτὴ εἶχε διαγνώσει ἀλάνθαστα ὁ ἅγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης καὶ τὸν κατέστησε εὐθὺς μὲ τὴν χειροτονία του ἱεροκήρυκα γιὰ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τῆς Μητροπόλεώς μας. Ἔτσι ἦταν πολὺ γνωστὸς καὶ στὰ δικά μας χωριά, στὴν δυτικὴ πλευρὰ τῆς Μητροπόλεως. Ὅσες φορὲς ἐρχόταν στὴν ἐνορία μας καὶ ἀργότερα πολὺ συστηματικὰ στὴν πόλη τῶν Γιαννιτσῶν καὶ ἄκουγα τὸ κήρυγμά του ἐντυπωσιαζόμουν ἀπὸ τὸ μεγάλο χάρισμα ποὺ εἶχε νὰ μεταδίδει μὲ ἁπαλὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο κάθε μυστικὸ νόημα τοῦ ἀπύθμενου εὐαγγελικοῦ λόγου. Ἡ ἁπλότητα καὶ ὁ ταπεινὸς τρόπος τῆς διδασκαλίας του ἦταν κλειδιὰ ποὺ ἄνοιγαν τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ δέχονταν τὰ σωτήρια ρήματα. Ἐνέπνεε τοὺς χριστιανοὺς σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου: στὴν ὀρθὴ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια, στὴν ἀσκητικὴ πράξη, στὴν προσευχή, στὴν ἀγάπη γιὰ τὶς ἀκολουθίες, στὴν φιλανθρωπία, στὴν ἱεραποστολή, στὴν ἡσυχία, στὴν ὀρθὴ ἀντίληψη τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους. Ἔτσι, μὲ εἵλκυσε τὸ πρόσωπό του, βρῆκα σὲ αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν γεωργὸ ποὺ περιέγραψα παραπάνω. Ἀλλὰ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα καὶ κυρίως πρῶτα ἀπὸ ὅλα, στὸ πρόσωπό του βρῆκα τὸν πατέρα. Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας, τὸ ἀρχέτυπο πατρικὸ σύμβολο ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ ἀριστοτεχνικὰ βῆμα - βῆμα πρὸς τὸν Πατέρα τὸν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς.
Τὴν σημερινὴ ἡμέρα, ἂν δὲν προσέκρουα στὸ σεμνὸ ἦθος του καὶ ἐὰν δὲν σκέφτονταν κάποιοι ὅτι χαρίζομαι σκοπίμως στὸ πρόσωπό του, πραγματικὰ θὰ ἤθελα νὰ μιλάω μονάχα γι’ αὐτόν, διότι, σὲ αὐτόν, μετὰ Θεόν, χρωστῶ ὅ,τι εἶμαι σήμερα. Καὶ ὅταν λέω «ὅ,τι εἶμαι» ἐννοῶ τὸ ὅτι μπόρεσα ἕως τώρα νὰ διαφυλάξω μέσα μου τὸν ἀτίμητο θησαυρὸ τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀκλόνητη ἀγάπη γιὰ τὴν διακονία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ λαοῦ Του. Τὸ μεῖζον χάρισμα τοῦ Δεσπότη μας ἀνάμεσα στὰ μεγάλα του χαρίσματα, ὅπως τὸ ἀκραιφνὲς τῆς δογματικῆς συνείδησης, ἡ προσήλωση στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση,τὸ ἐγκρατὲς τοῦ κηρύγματος,τὸ σεμνὸν καὶ ἱεροπρεπὲς τῆς λατρευτικῆς στάσης του, τὸ ἐγνωσμένον τῆς ἀφιλαργυρίας του, τὸ λεπτότατον τῆς φιλοκαλικῆς αἰσθήσεώς του, τὸ ἰσορροπητικὸν τῆς διοικήσεως, τὸ γλυκοτερπὲς καὶ κατανυκτικὸ τῆς ὑμνογραφίας καὶ πλῆθος ἄλλων, πάνω καὶ πρῶτα ἀπὸ ὅλα, ξαναλέω, εἶναι τὸ πατρικόν. Εἶναι τὸ χάρισμα ποὺ συναντᾶμε ὅλο καὶ σπανιώτερα στοὺς δύσκολους καιρούς μας. Καὶ εἶναι τὸ χάρισμα τὸ μεῖζον πάντων τῶν χαρισμάτων, ἀφοῦ βάση καὶ πνοὴ αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος εἶναι ἡ ἀγάπη, τὴν ὁποία ὁ μέγας Ἀπόστολος ποὺ ἵδρυσε τὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία μας, ὅρισε ἀπερίφραστα ὡς τὸ «μεῖζον» πάντων τῶν χαρισμάτων καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς τὸ «μεῖζον» πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων. Ὅταν, ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἀλλὰ καί, ὁμολογουμένως, ὣς τὴν σήμερον διερχόμουν μέσα ἀπὸ κάποια δοκιμασία, ἀναζήτηση, ἀπορία, ὅταν κλυδωνιζόταν μὲ οἱονδήποτε τρόπο ἡ ὁλκὰς τῆς ὑπάρξεώς μου, ζητοῦσα, αὐτὸ ποὺ ἄλλωστε ζητᾶ ὁ καθένας ποὺ πλέει στὴν παροῦσα κλυδωνιζόμενη θάλασσα τῆς ζωῆς, τὸν πατέρα καὶ πάντοτε αὐτὸ ἀκριβῶς εὕρισκα στὸν Γέροντα καὶ κατόπιν, κατὰ τὴν ἀγαθὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, Δεσπότη μου. Μαζὶ μὲ αὐτὸ τὸ «μεῖζον πάντων», δηλαδὴ τὴν πατρικὴ καὶ πνευματικὴ κάλυψη ποὺ μοῦ παρεῖχε, μὲ περιέβαλε μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ μὲ κατέστησε τὸν πιὸ στενὸ καὶ ἔμπιστο συνεργάτη του ἀνάμεσα στοὺς πρεσβυτέρους μου. Κοντά του ἔζησα ὄχι μόνον τὴν πνευματικὴ στοργὴ καὶ παραδειγματίστηκα ἀπὸ τὴν διακονία τῶν πολυπληθῶν πνευματικῶν του παιδιῶν καὶ τὴν θεραπεία τῶν πολυειδῶν πνευματικῶν τους ἀναγκῶν, ἀλλὰ ἔμαθα τὴν διοίκηση, τὴν διάκριση, τὴν ἐπιείκεια, τὴν φιλαλληλία ἀνάμεσα στοὺς ρασοφόρους, τὴν μέριμνα γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, τὴν ὑπομονὴ ἀλλὰ καὶ τὴν σιωπή, ὅπου αὐτὰ χρειάζονταν.
Ἔτσι, σήμερα, τὴν στιγμὴ ποὺ χάριτι Θεοῦ προχειρίζομαι εἰς Ἀρχιερέα, αἰσθάνομαι ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική μου αὐτοσυνειδησία εἶναι οἰκοδομημένη πάνω στὶς στέρεες βάσεις ποὺ ἔλαβα ἀπὸ τὸν σεμνὸ καὶ σοφό μας πατέρα, τοῦ ὁποίου ὁσονούπω θὰ κατασταθῶ ταπεινὸς βοηθὸς καὶ πιστὸς ἀρωγός. Ἐπιθυμῶ νὰ βηματίζω καὶ ἀπὸ τὴν νέα θέση τῆς διακονίας μου πάνω στὰ δικά του ἴχνη, πράγμα ποὺ νομίζω ἄλλωστε ὅτι ὁρίζει τὸ πανέμορφο φαινόμενο ποὺ στὴν Ἐκκλησία μας ὀνομάζουμε παράδοση. Παράδοση δὲν εἶναι, βεβαίως, νὰ μιμούμαστε ἐξωτερικοὺς τύπους καὶ στάσεις, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀφομοιώσουμε τὰ βιώματα τῶν πνευματικῶν μας πατέρων, νὰ τὰ καταστήσουμε δικό μας ἐσωτερικὸ κτῆμα, ἀλλὰ καὶ συνεχὲς ἐνέργημα. Ἐπὶ πλέον, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ σταματήσω νὰ «κηρύττω εὐγνωμόνως», νὰ διαλαλῶ πανταχοῦ, δηλαδὴ σὲ πoιόν ὀφείλω αὐτὰ ποὺ ἔχω καὶ βιώνω μέχρι αὐτὴ τὴν στιγμή ὅπως προτρέπει ὁ Μέγας Βασίλειος, τὸν φίλο του Γρηγόριο τὸν Θεολόγο σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐπιστολές του.
Στὸ ταπεινὸ ἐσωτερικὸ πνευματικό μου οἰκοδόμημα, ἀλλὰ καὶ στὴν μέχρι τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἐκκλησιαστική μου ἐξέλιξη, συνέβαλαν, βεβαίως, καὶ ἄλλα πρόσωπα, εἴτε ἐπικεφαλῆς ἱερῶν θεσμῶν, εἴτε ἀφανεῖς ὑπηρέτες τῆς ζωῆς, στὰ ὁποῖα πρόσωπα ὄχι τυπικὰ καὶ ὑπηρεσιακὰ καθηκόντως, ἀλλὰ ὡς ἐκπλήρωση ἐσωτερικῆς ἀνάγκης ἐπιθυμῶ νὰ ἀναφερθῶ σύντομα καὶ σεμνὰ αὐτὴ τὴν στιγμή. Δὲν μπορῶ, λοιπόν, αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ μὴ θυμηθῶ τὸν χειροτονήσαντά με εἰς διάκονον καὶ πρεσβύτερον μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐδέσσης κυρὸν Χρυσόστομον. Αὐτὸς ὑπῆρξε ἕνας ἄνθρωπος καὶ κληρικὸς «παλιᾶς κοπῆς». Δὲν ἦταν ἄνθρωπος τῶν Γεροντικῶν τῆς ἔρημου, οὔτε μύστης τῆς νοερᾶς καὶ καρδιακῆς προσευχῆς. Ἦταν, ὅμως, ἄνθρωπος ποὺ ἀγαποῦσε τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα, τὸν ἔντιμο κόπο. Τὸν γνώρισα καλά, ἀφοῦ ὑπηρέτησα κοντά του ὡς διάκονός του καὶ σύγκελλός του. Πολλὲς φορὲς τρώγαμε, ὄχι μόνο στὸ ἴδιο τραπέζι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο πιάτο. Εἶχε παροιμιώδη, φυσικὴ καὶ ἀπροσποίητη ἁπλότητα. Μισοῦσε τὴν ὑποκρισία καὶτὴν ἀρρωστημένη ἐπιτηδευμένη συμπεριφορὰ μέσα στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Συχνὰ μὲ ζόριζε μὲ τὴν κάπως ἰδιαίτερη συμπεριφορά του, ἀλλὰ καὶ κοντά του ἔμαθα πολλά. Εὐχαριστῶ τὸν Πανάγιο Θεὸ καὶ γι’ αὐτὴ τὴν πρόνοιά Του. Πολὺ σύντομα μετὰ τὴν Χειροτονία μου μὲ περιέβαλε μὲ ἄπλετη ἐμπιστοσύνη καὶ ἔτσι πολὺ νωρὶς μὲ κατέστησε προϊστάμενο στὸν Ἱ.Ν. τοῦ Ἁγίου Νικάνδρου τῆς Ἀριδαίας καὶ στὴν ἐπιτελικὴ διοικητικὴ θέση τοῦ ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀλμωπίας. Αὐτό, ἡ ἐγκατάστασή μου δηλαδὴ στὴν πόλη τῆς Ἀριδαίας, ἦταν καὶ τὸ μεγαλύτερο δῶρο ποὺ δέχτηκα ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὴν μέχρι τότε ζωή μου. Ἂς τὸν ἀναπαύει ὁ Θεὸς στὴν Βασιλεία Του.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐπιθυμῶ, ἐκφράζοντας καὶ πάλι τὴν αὐτοσυνειδησία μου, νὰ ἐξηγήσω γιατί ὁ διορισμός μου στὴν πόλη τῆς Ἀριδαίας καὶ στὴν ὅλη ἐπαρχία τῆς Ἀλμωπίας, ὑπῆρξε γιὰ μένα, ὅπως μόλις εἶπα παραπάνω, ἕνα μεγάλο δῶρο τῆς θείας πρόνοιας. Ἐν πρώτοις, ἤδη ὅταν ὁ Θεὸς καθιστᾶ ἕναν ἱερέα σὲ κάποια ἐνορία, τοῦ δωρίζει ἁθρόον μιὰ μεγάλη οἰκογένεια, τῆς ὁποίας γίνεται πατέρας. Ἡ πατρότητα εἶναι διακονία, εἶναι, ὅμως, καὶ ἐξαιρετικὸ δώρημα. Εἶναι χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ ἕναν ταπεινὸ ὑπηρέτη Του. Ἐκεῖ ἐγὼ κατάλαβα σὲ βάθος καὶ βίωσα μὲ τὸν πιὸ γνήσιο τρόπο τί θὰ πεῖ οἰκογένεια, πατρότητα, εὐθύνη, φροντίδα, ἀγωνία, ἀλλὰ καὶ χαρά, πληρότητα καὶ καρδιακὴ ἱκανοποίηση. Δέχθηκα τὴν ἀγάπη τῶν ἐνοριτῶν μου καὶ ὅλων τῶν χριστιανῶν τῆς εὐλογημένης ἐκείνης ἐπαρχίας, ἀλλὰ καὶ ἔδωσα τὴν δική μου ἀγάπη τόσο βαθιὰ καὶ δυνατὰ πού, τολμῶ νὰ πῶ, ψηλάφησα τὴν εὐλογία τῆς οὐράνιας ποίμνης, ὅπου ὅλοι θὰ ἀποτελοῦμε τὴν θεία οἰκογένεια, ὡς «ἀδελφοὶ καὶ συγκληρονόμοι» τοῦ Χριστοῦ. Ἡ δεύτερη μεγάλη εὐεργεσία ποὺ μοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς ὁρίζοντας νὰ διακονήσω ἐκεῖνα τὰ μέρη τῆς Μητροπόλεώς μας ἦταν καὶ ἡ ἑξῆς: σὲ πολλὲς ἐνορίες τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀλμωπίας ἱερεῖς ἦταν εὐλαβέστατοι καὶ ταπεινοὶ ἡλικιωμένοι γέροντες ἱερεῖς ποὺ εἶχε χειροτονήσει ὁ Ἅγιος Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης. Αὐτοὺς ἀνεπιφύλακτα θὰ τοὺς ὀνόμαζα καθηγητές μου στὸ μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας. Ἀπὸ ὅλους πῆρα ὄχι λίγα, ἀλλὰ πολλά. Τοὺς θυμᾶμαι ἕναν - ἕναν ἀνεξαιρέτως, ὅσους ζοῦν ἀκόμη καὶ ὅσους ἔχουν ἐλλιμενισθεῖ στὸν οὐράνιο λιμένα, ποὺ εἶναι μᾶλλον καὶ οἱ περισσότεροι. Ἀπείρως τοὺς εὐλογῶ καὶ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ τὸ δώρημα.
Ὅταν ὁ πανάγιος Θεὸς μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια ἄοκνης καὶ ἀδιάκοπης πνευματικῆς διακονίας τοῦ πατρὸς Ἰωὴλ καὶ ἐνῶ δὲν εἶχε ἀφήσει κατὰ ἀπόλυτη κυριολεξία οὔτε μία σπιθαμὴ γῆς τῆς Μητροπόλεώς μας ποὺ νὰ μὴν τὴν ὑπηρετήσει μὲ τὸ κήρυγμα, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγηση καὶ γενικὰ μὲ τὴν ποιμαντικὴ φροντίδα, τὸν κατέστησε ἀξίως καὶ δικαίως ἐπισκοπικὸν λύχνον στὴν λυχνία τῆς Μητροπόλεώς μας, κατὰ θεία πάλι πρόνοια ἔγινα ἕνα ἀπὸ τὰ πλησιέστερα πρόσωπα στὴν νέα του σημαντικὴ θέση ὡς Ἐπισκόπου καὶ Μητροπολίτου τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ προσέλαβα καὶ προσέθεσα στὴν γνώση καὶ τὴν ἐμπειρία μου νέα γνώση καὶ νέες ἐμπειρίες μὲ περισσότερο βάρος, βάθος καὶ δυναμική. Πορεύθηκα, κατὰ τὸ γραφικὸν «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ὣς τότε ἔβλεπα στὸ πρόσωπό του μόνον τὸν ἱεροκήρυκα, τὸν πνευματικὸ πατέρα, τὸν ἱεραπόστολο, τὸν ἀλείπτη τοῦ μοναχισμοῦ, τὸν ἐλεήμονα καὶ συμπαραστάτη ὁποιουδήποτε βρισκόταν σὲ περιστάσεις. Τότε ἦρθε ἡ ὥρα νὰ δῶ καὶτὸν Ἐπίσκοπο, τὸν Ἀρχιερέα,τὸν Πρόεδρο καὶ Ἀρχιθύτη τῆς λατρείας μας. Προσπάθησα μέχρι σήμερα νὰ παρακολουθῶ μὲ εὐλαβικὴ λεπτομέρεια κάθε του κίνηση, κάθε σκέψη, κάθε ἀπόφαση, κάθε χειρισμό, ἀκόμη, εἰ δυνατόν, καὶ κάθε ἀλάλητο στεναγμὸ σχετικὸ μὲ τὴν διαποίμανση τοῦ χριστεπωνύμου ποιμνίου. Δὲν ξέρω ἂν οἱ δικές μου προσωπικὲς δυνατότητες καὶ προϋποθέσεις ἐπήρκεσαν νὰ συλλάβω σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση καὶ τὸ βάθος τὸ μεγαλεῖο τῆς ποιμαντικῆς του καρδιᾶς. Μία καίρια προώθηση, ὅμως, σὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα ἦταν ἡ ἀπὸ νωρὶς ἀπόφασή του νὰ μὲ καταστήσει καὶ Πρωτοσύγκελλο τῆς Μητροπόλεώς μας. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ σὲ συνέργεια μὲ τὸν ἀγῶνα τοῦ Μητροπολίτου μας γιὰ νὰ κατασταθεῖ ἡ Μητρόπολή μας ὄχι ἁπλῶς ἕνας εὔρυθμος δημόσιος διοικητικὸς ὀργανισμός, ἀλλὰ πνευματικὸ γυμναστήριο καὶ ἐργαστήριο, ἐνέπνευσε τὸν Δεσπότη μας νὰ ἐπιλέξει γιὰ συνεργάτες του πρόσωπα ποὺ ἔκρινε ὅτι γίνεται νὰ ἐξασκηθοῦν καὶ παρασκευαστοῦν κοντά του στὴν πιὸ ὑπεύθυνη διακονία. Εὐχαριστῶ ἄπειρες φορὲς τὸν Θεὸ ποὺ μὲ ἐνέταξε στὴν «πνευματικὴ Σχολή», δηλαδὴ στὴν ποιμαντικὴ μαθητεία κοντὰ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Ἂν σήμερα κάποιος μὲ ρωτοῦσε νὰ ἀποτυπώσω σὲ μία συμπυκνωμένη πρόταση ποιό ἦταν τὸ συμπέρασμά μου, εἴκοσι δύο χρόνια τώρα ὡς Πρωτοσυγκέλλου σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο τῆς διοίκησης ποὺ εἶδα καὶ ἔζησα κοντὰ στὸν Δεσπότη μας, μὲ πολλὴ ἱκανοποίηση καὶ σιγουριὰ θὰ διεκήρυττα τὸ ἑξῆς: «Ὅλα τὰ διοικητικὰ θέματα πρέπει νὰ λύνονται μὲ πνευματικὸ τρόπο». Παρακαλῶ τὸν πανάγαθο Θεὸ νὰ μὴ χαθεῖ ἀπὸ μέσα μου αὐτὸ τὸ πρώτιστο δόγμα τῆς ποιμαντικῆς καὶ ὡς Ἀρχιερεὺς ἀπὸ σήμερα νὰ χαράξω ἔναυλα μέσα μου τὸν χρυσὸ αὐτὸ κανόνα. Παρακαλῶ καὶ ἅπαντας ἡμᾶς νὰ μοῦ εὔχεσθε γι’ αὐτό.
Ὅλοι, ὅμως, γνωρίζουμε πὼς παρὰ τὶς ὅσες, ἔστω καὶ πάμπολλες, εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς ἀγαποῦν, ἡ διοίκηση εἶναι πάντοτε αἱματηρὴ καὶ ἀκανθώδης. Ἀλίμονο ἂν κάποιος ἀφελῶς λησμονήσει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἔτσι, ὁμολογῶ ὅτι ἴσως ὑπῆρξαν φορὲς ποὺ ἕνας κάποιος μικρὸς καὶ πρόσκαιρος παροξυσμὸς σκίασε τὴν συνεργασία μου μὲ κάποιον ἀδελφό μου καὶ λύπησε τὴν καρδιά μας. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, δὲν ἔχω κρατήσει μέσα μου καμιὰ σκιὰ τέτοιων «συγκρούσεων» καὶ «ἐντάσεων». Ὡστόσο, αἰσθάνομαι πολὺ δυνατὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσω συγγνώμη ἀπὸ ὅποιον θεωρεῖ ὅτι τὸν λύπησα καὶ τὸν ἔθλιψα. Διαβεβαιώνω ὅτι, ἂν κάτι τέτοιο ἔγινε, ἦταν ἄνευ προθέσεως καὶ ἄνευ ὁποιασδήποτε σκοπιμότητας. Ἀντιθέτως, θεωρῶ ἀκόμη πιὸ βαθιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη μου καὶ τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ὅλους τοὺς ἀδελφούς μου ποὺ σὲ ὅλα τὰ χρόνια αὐτὰ ποὺ διακόνησα ὡς Πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεώς μας συνεργαστήκαμε μὲ τὸν πιὸ σοβαρὸ καὶ ἀποδοτικὸ τρόπο, προκειμένης τῆς διοικητικῆς καὶ περισσότερο τῆς πνευματικῆς εὐρυθμίας τῆς Μητροπόλεώς μας. Μνημονεύω εὐχαριστιακὰ ἐν πρώτοις τοὺς Ἀρχιερατικοὺς Ἐπιτρόπους τῶν ἐπαρχιῶν μας, κατόπιν ἅπαντας τοὺς Προϊσταμένους τῶν ἱερῶν ναῶν μας, τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἱεροκήρυκες τῆς Μητροπόλεώς μας, μὲ τοὺς ὁποίους πολὺ στενὰ καὶ μὲ ἀγαστὴ σύμπνοια συνεργαστήκαμε στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ λαοῦ μας. Δὲν ξεχνῶ, βεβαίως, τοὺς ὑπαλλήλους τῶν γραφείων μας, ποὺ πάντοτε ἀποτελοῦν τοὺς ἀκάματους σκαπανεῖς τῆς διοικήσεως. Μὲ πολλὴ ἀγάπη θυμᾶμαι τοὺς ἱερεῖς ποὺ διετέλεσαν συνεφημέριοί μου στὴν ἐνορία καὶ στὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Νικάνδρου καὶ Ἰωαννικίου ποὺ ἀγαπήσαμε πολὺ καὶ ὑπηρετήσαμε μαζί. Συνεργαστήκαμε μὲ Ἐκκλησιαστικοὺς Συμβούλους καὶ Ἐπιτρόπους, μὲ τὶς κυρίες τῶν φιλοπτώχων ταμείων, τὶς τόσο πολύτιμες στὸ πιὸ διακριτικὸ καὶ λεπτὸ μέρος τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου, εὐλαβεῖς ἱεροψάλτες, νεωκόρους, τοὺς φερέλπιδες ἱερόπαιδες καὶ ὅλο τὸ προσωπικὸ τοῦ Ναοῦ, θεσμικὸ καὶ ἐθελοντικό, καὶ ὅποιους ἄλλους συνεργάτες στὸν Ναὸ ποὺ ὑπηρέτησα, ὅσο μπορέσαμε καλύτερα ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς Ἐκκλησίας μας. Δὲν μπορῶ νὰ μετρήσω τὸ πλῆθος τῶν εὐχαριστιῶν ποὺ ἀναδύονται αὐτὴ τὴν στιγμὴ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου γιὰ ὅλους ὅσους ἀνέφερα παραπάνω. Δὲν μπορῶ νὰ παραλείψω ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ μνήμη μου τὴν πάντοτε ὠφέλιμη πνευματικὰ ἐπαφή μου μὲ τὰ μέλη τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων τῆς Μητροπόλεώς μας. Οἱ Ὁσιολογιώτατοι Ἡγούμενοι καὶ οἱ ὁσιώτατοι μοναχοί, οἱ Ὁσιολογιώτατες Γερόντισσες καὶ οἱ Ὁσιώτατες μοναχές, οἱ Γέροντες καὶ Πνευματικοὶ μικρῶν ἢ μεγάλων ἀδελφοτήτων, ἅπαντες ἄφησαν μέσα μου τὰ πιὸ ἀγαθὰ παραδείγματα πραγματικῆς ἀφοσίωσης στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία μας. Σὲ ὅλους ἀνήκουν ἀληθινοὶ ἔπαινοι καὶ εὐχαριστίες. Καὶ τοὺς τὶς ἀποδίδω ὁλοθύμως.
Φυσικὰ καὶ ὁ λόγος τῆς εὐγνωμοσύνης μου δὲν θὰ γινόταν νὰ μὴν καταλήξει στοὺς μεγάλους πνευματικοὺς φάρους καὶ ἀσφαλεῖς προβολεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καὶ ἡ ὑπηρεσία ἐκείνου τοῦ «Ἀρχιτρικλίνου» ποὺ «φάνηκε» ὅτι ἄφησε τὸν καλὸν οἶνον τελευταῖο. Ἀναφέρομαι ἐν πρώτοις στὸν σεπτὸ Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη, ποὺ τακτικότατα εἶχα τὴν εὔνοια νὰ ἐπισκέπτομαι καὶ νὰ λαμβάνω τὴν εὐλογία του. Ἐξάλλου καὶ ἐπίσημα ἡ σεπτή του εὐλογία μοῦ δόθηκε τὸ 2005, ὅταν, τῇ σεπτῇ νεύσει τοῦ Ἁγίου Γέροντός μας, μοῦ ἐπένειμε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Ὁ οἰακοστρόφος αὐτὸς τῆς οἰκουμενικῆς μας Ἐκκλησίας μὲ μεγάλη συγκίνηση καὶ μεγαλόκαρδη εὐλογία εὐχετικῶς μὲ προέπεμψε στὴν θέση ποὺ ἀναλαμβάνω σήμερα. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ διότι κατὰ ἀγαθὴ συγκυρία, ποὺ εὐνόησαν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ Δέλτοι τοῦ Σεπτοῦ μας Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔνευσε νὰ μοῦ ἀποδοθεῖ ὁ τίτλος τοῦ Ἐπισκόπου τῆς ἱστορικῆς περιοχῆς τῆς Ἀλμωπίας. Θεώρησα τὴν συγκυρία αὐτὴ καὶ τὴν νεύση τοῦ Πατριάρχου μας ὡς ἐξαιρετικὰ συγκινητικὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ὁμολογουμένως δὲν τὴν εἶχα φανταστεῖ ποτέ. Ἐγὼ δηλώνω τὴν εἰσαεὶ ἀφοσίωσή μου καὶ τὸν σεβασμό μου στὸν σεπτὸ Οἰκουμενικό μας θρόνο καὶ ἀπὸ τὴν ταπεινὴ σκοπιά μου ὑπόσχομαι ὅτι θὰ ἀναδεικνύωκαὶ θὰ μεταδίδω στὸν χῶρο τῆς ἐνταῦθα διακονίας μου τὸ φῶς ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἐκεῖ. Τὸ δεύτερο πρόσωπο στὸ ὁποῖο χρωστῶ ἄπειρη εὐγνωμοσύνη εἶναι τὸ πρῶτο τῆς καθ’ Ὑμᾶς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, ὁ μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμος, στὸν ὁποῖο ἀπὸ Κυρίου ἀνατέθηκε ἡ προεδρία καὶ «μέριμνα πασῶν» τῶν ἐν Ἑλλάδι κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Σὲ αὐτόν, μὲ τὴν ἀγαθὴ ἐπιθυμία καὶ νεύσει τοῦ δικοῦ μας πατρὸς καὶ Μητροπολίτου, εἶναι ποὺ ὀφείλω τὶς ἱερὲς αὐτὲς στιγμές. Ὁλόθυμα διέγνωσε καὶ ἀνταποκρίθηκε στὴν ἐπιθυμία τοῦ Δεσπότη μας καὶ ἐνήργησε τὰ δέοντα πνευματικῶς καὶ διοικητικῶς γιὰ νὰ κατασταθῶ βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ ἁγίου Πατρός μας. Ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ ἡ εὐχαριστία μου γι’ αὐτὴ τὴν δωρεὰ ἔσται ἰσόβιος.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο αἰσθάνομαι ὅτι θὰ ἔμενε ἀνεξόφλητο τὸ χρέος μου καὶ ἀπέναντι στοὺς Σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς ποὺ ἔνευσαν καὶ μὲ τὴν ψῆφο τους ἀγαθῶς στὸ ταπεινό μου πρόσωπο καὶ στὴν εἰς Ἀρχιερέα ἀνάδειξή μου, ἂν δὲν τοὺς ἀπέδιδα καὶ αὐτὴ τὴν στιγμὴ τὴν ἐκ βάθους εὐχαριστία μου καὶ τὴν διαβεβαίωσή μου ὅτι ἀείποτε θὰ ἐνθυμοῦμαι τῆς τιμῆς ποὺ περιποιήθηκαν στὴν ταπεινότητά μου. Ἐπιθυμῶ, ἐπὶ πλέον, νὰ μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ εὐχαριστήσω μὲ τὸν πιὸ σεμνὸ τρόπο τοὺς Ἀρχιερεῖς ποὺ πλαισιώνουν τὴν Ἁγία Τράπεζα αὐτὴ τὴν ὥρα τῆς εἰς Ἀρχιερέα χειροτονίας μου. Καί, βεβαίως, μαζὶ μὲ τοὺς παραπάνω καὶ ὅποιους ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχοὺς εἶναι συμπροσευχόμενοι στὶς ἱερὲς αὐτὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς μου καὶ τοὺς πάντες ποὺ παρίστανται, τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν. Τοὺς εὐχαριστῶ καὶ εὔχομαι ταπεινά, ἀλλὰ ἐκ μέσης καρδίας, ὁ Κύριος νὰ τοὺς αὐξάνει ἀπὸ χάριτος εἰς χάριν καὶ ἀπὸ δυνάμεως πνευματικῆς εἰς δύναμιν τοιαύτην. Εὐχαριστῶ ὅλους ὅσους παρίστανται τὴν ὥρα αὐτὴ στὴν σημαντικὴ αὐτὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς μου. Εὐχαριστῶ καὶ πάλι τοὺς γονεῖς μου, τὸν πατέρα μου Ἀναστάσιο, ποὺ τόσο σοβαρὰ καὶ διακριτικὰ στάθηκε κοντά μου τὰ τελευταῖα αὐτὰ χρόνια, τὴν μητέρα μου Εὐσεβεία, ποὺ θὰ συμμετέχει καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὴν ταπεινὴ χαρὰ τοῦ παιδιοῦ της, τὴν οἰκογένεια τοῦ ἀδελφοῦ μου γιὰ τὴν σεμνὴ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία μὲ περιέβαλλε πάντοτε, ὅλους τοὺς λοιποὺς συγγενεῖς μου κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα, συμπρεσβυτέρους, μοναχοὺς καὶ μονάζουσες καὶ κάθε λαϊκὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπὸ τὸν μικρότερο μέχρι τὸν μεγαλύτερο, καὶ ποὺ μὲ καλύπτουν καὶ με προπέμπουν στὴν νέα θέση μου ἐν τῷ ἱερῷ βήματι μὲ τὶς εἰλικρινεῖς καὶ θεόδεκτες εὐχές τους.
Δὲν θὰ μποροῦσα, βεβαίως, αὐτὴ τὴν στιγμὴ νὰ μὴν ἀναπέμψω ζωηρὴ εὐχαριστία στοὺς ἁγίους καρποὺς τῆς ἁγιοτόκου Μητροπόλεώς μας: στοὺς ἀρχαίους μάρτυρες τῆς περιοχῆς μας, τὴν ἁγία Βάσσα καὶ τοὺς ἁγίους κλάδους της Ἀγάπιο, Θεόγνιο καὶ Πιστό, τὴν ἁγία Παρθένα τὴν Ἐδεσσαία, τὸν ἅγιο Ἱλαρίωνα τῶν Μογλενῶν, τὴν ἁγία Νεομάρτυρα Χρυσῆ τῆς Ἀλμωπίας καὶ τὸν ἐπ’ ἐσχάτων παρὰ Θεοῦ δοξασθέντα ἅγιο Καλλίνικο Μητροπολίτη Ἐδέσσης καὶ νὰ ζητήσω ἀπὸ πολλῆς ἀνάγκης καὶ συνοχῆς καρδίας τὶς πρεσβεῖες καὶ εὐλογίες τους. Πρὸ πάντων, ὅμως, τούτων καὶ ἐπὶ πάντων τούτων καὶ διὰ πάντων τούτων εὐχαριστῶ, προσκυνῶ, τιμῶ, λατρεύω καὶ σέβω τὸν Ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν τῆς Πίστεως ἡμῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν καὶ πάσης τῆς ζωῆς ἡμῶν, τὸν Κύριόν μου καὶ Θεόν μου, τὸν Κύριον καὶ Θεὸν πάντων ἡμῶν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ ἀπὸ παιδὸς ἐξέλεξε ἐμὲ τὸν ἐλάχιστον νὰ τὸν ὑπηρετήσω ταπεινὰ καὶ σήμερα νὰ ἀνανεώσω τὴν ὑπόσχεσή μου γιὰ συνέχεια τῆς Διακονίας μου στὴν Ἁγία Ἐκκλησία μας, ἣν ἐκτήσατο τῷ τιμίῳ αὐτοῦ Αἵματι. Εἴη τὸ ὄνομα Αὐτοῦ εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Οι όροι χρήσης που ισχύουν για τη δημοσίευση των σχολίων, έχουν ως εξής:
Κάτωθι των περισσοτέρων κειμένων του διαδικτυακού τόπου παρέχεται η δυνατότητα υποβολής σχολίων από τους χρήστες/ επισκέπτες. Η δυνατότητα αυτή είναι καταρχήν ελεύθερη. Ωστόσο, η συντακτική ομάδα δύναται να προβεί άμεσα και χωρίς καμία προηγούμενη ειδοποίηση ή αιτιολόγηση, στη διαγραφή οιουδήποτε σχολίου κρίνει ότι είναι εκτός του δεοντολογικού πλαισίου, των στόχων και των υπηρεσιών του διαδικτυακού τόπου, ειδικά δε εάν αυτό είναι υβριστικό, ειρωνικό, έχει στόχο να προσβάλλει τρίτο πρόσωπο ή την ιστοσελίδα.
Σε καμία περίπτωση ο διαχειριστής του διαδικτυακού τόπου δεν υιοθετεί, ενστερνίζεται, αποδέχεται ή εγγυάται την αλήθεια των προσωπικών σκέψεων, αντιλήψεων και πληροφοριών, οι οποίες εκφράζονται από τους επισκέπτες/χρήστες της ιστοσελίδας.
Με την αποστολή ενός σχολίου αυτόματα αποδέχεστε τους όρους χρήσης.
Η συντακτική ομάδα του Aridaia News