Ο Γιάνγκος, ο Κερχανατζής, γέννημα-θρέμμα του χωριού, απ’ την πρώτη στιγμή που παντρεύτηκε τη Μαλιό κατάλαβε ότι πήρε μια γυναίκα της βόλτας. Όχι πως αυτός ήταν καλύτερος, ίδιας κοπής ήταν κι αυτός με τις παρέες που έκανε, αλλά τουλάχιστον η αφεντιά του ήταν περισσότερο του σπιτιού και μάλιστα του ξαπλώματος. Επιπλέον, τόσο ο ίδιος, όσο κι η συμβία του, χωρίς να είναι κι δυο πολύ της δουλειάς, λες κι ούρλιαξε το στοιχειό και τους ένωσε, μια χαρά τα περνούσαν στο κονάκι τους. Με τις βόλτες τους ξεχωριστά ο καθένας, με τα καφεδάκια τους στις γειτονιές αλλά και τα γλέντια τους στους γάμους και τα πανηγύρια.Κι έτσι, κάθε τόσο άλλαζαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Και μόνο οι συνήθειες τους παρέμειναν ίδιες, κληρονομιά και προίκα, ποιος να ξέρει από ποιους παλιούς συγγενείς τους, που είδαν τη ζωή μια ατέλειωτη μέρα Πασχαλιάς και ζωής χαρισάμενης που λένε. Άλλωστε, τι να θέλει ο άνθρωπος; Λίγο ψωμί, λίγο κρασί, κατά το τραγούδι της αοιδού, άντε και μια θάλασσα με χαρές. Φτωχά πράγματα!